Η χοληστερίνη αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου για έμφραγμα, κάτι που ξεκινά από τα πρώτα χρόνια ζωής του ανθρώπου.
Οι βλάβες που προκαλεί ακόμη και η οριακά αυξημένη κακή χοληστερόλη στις αρτηρίες είναι αθροιστικές.
Επιστήμονες από τις ΗΠΑ και τον Καναδά ανακάλυψαν ότι ακόμα και η οριακά αυξημένη χοληστερόλη σε κατά τα άλλα υγιή άτομα ηλικίας 35 έως 55 ετών, ασκεί μακροχρόνιες επιδράσεις στην υγεία της καρδιάς, καθώς ανά δεκαετία που περνάει αυξάνει κατά 39% τις πιθανότητες για καρδιοπάθεια.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι ο έλεγχος της χοληστερόλης θα πρέπει να αρχίζει πολύ νωρίς στην ενήλικη ζωή, καθώς αν κάποιος περιμένει μέχρι τα 50 ή τα 60 για να ασχοληθεί με την πρόληψη της καρδιοπάθειας, η ζημιά θα έχει ήδη γίνει.
Ο επιστήμονες εξέτασαν στοιχεία από 1.478 ενήλικες, οι οποίοι δεν έπασχαν από στεφανιαία νόσο.
Οι εθελοντές αυτοί συμμετέχουν από το 1948 στην φημισμένη Καρδιολογική Μελέτη Framingham και έτσι οι ερευνητές μπόρεσαν να ελέγξουν τα επίπεδα της χοληστερόλης τους σε βάθος χρόνου.
Στη συγκεκριμένη μεέτη τούς επιστράτευσαν όταν ήταν 55 ετών και τους παρακολούθησαν επί 20 χρόνια για να δουν με ποιον τρόπο επηρέαζε η διακύμανση της χοληστερόλης τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Για τους σκοπούς της μελέτης θεωρήθηκε ως υψηλή χοληστερόλη οποιαδήποτε τιμή της πάνω από τα 160 mg/dl, που όμως δεν συμπεριλαμβάνει την «καλή» (ή HDL) χοληστερόλη.
Υψηλή θεωρήθηκε επίσης και κάθε τιμή της «κακής» (LDL) χοληστερόλης από 130 mg/dl και πάνω.
Η χοληστερόλη που μετριέται στις βιοχημικές εξετάσεις αίματος είναι τριών ειδών: η ολική, η «καλή» (συμβολίζεται «HDL» στα αποτελέσματα των εξετάσεων και είναι αυτή που προστατεύει την καρδιά) και η «κακή» (συμβολίζεται ως «LDL» και είναι αυτή που βλάπτει τα αγγεία της καρδιάς).
Η ολική χοληστερόλη προκύπτει από το άθροισμα της HDL, της LDL και ορισμένων άλλων μορφών χοληστερόλης, οι οποίες όμως δεν μετρώνται ξεχωριστά.
Κάθε μορφή χοληστερόλης μετριέται σε mg/dl και οι φυσιολογικές τιμές είναι:
Για την ολική χοληστερόλη τα 200 mg/dl
Για την HDL πάνω από 40 mg/dl για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dl για τις γυναίκες.
Για την LDL χοληστερόλη τα 100-129 mg/dl όταν κάποιος είναι υγιής (αυτά γίνονται 70-100 mg/dl για όσους πάσχουν από καρδιοπάθεια ή διαβήτη, αν και το ιδανικό είναι κάτω από 70 mg/dl).
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, στην ηλικία των 55 ετών σχεδόν το 40% των εθελοντών είχαν ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον μία δεκαετία με επίπεδα χοληστερόλης υψηλότερα από τα φυσιολογικά.
Ειδικότερα, 389 από τους εθελοντές είχαν υψηλή χοληστερόλη τα τελευταία 1 έως 10 χρόνια, οι 577 τα τελευταία 11 έως 20 χρόνια, ενώ οι 512 είχαν φυσιολογική χοληστερόλη.
Όσοι εθελοντές είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερόλη στα 35-44 τους χρόνια, είχαν 16,5% πιθανότητες να παρουσιάσουν στεφανιαία νόσο μέσα στην επόμενη 15ετία.
Όσοι είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερόλη στα 45-54 τους χρόνια, είχαν 8,1% πιθανότητες στεφανιαίας νόσου, ενώ όσοι δεν είχαν υψηλή χοληστερόλη είχαν μόλις 4,4% πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιοπάθεια.
Αυτό σημαίνει πως κάθε δεκαετία αυξημένης χοληστερόλης αύξανε τον κίνδυνο κατά 39%, ακόμα και αν όταν οι τιμές της ήταν οριακά υψηλότερες από τις φυσιολογικές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το εύρημα πως η επίπτωση της χοληστερόλης ήταν πιο ισχυρή στους εθελοντές οι οποίοι κατά τα άλλα ήταν υγιείς.
Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν σύμφωνα με τους ειδικούς, πως οι άνθρωποι ηλικίας 35-55 ετών πρέπει να αρχίσουν να ελέγχουν τη χοληστερόλη τους και αναλόγως με τα ευρήματα, να προχωρήσουν στις απαιτούμενες προσαρμογές του τρόπου ζωής.