Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα προκαλούνται από 30 διαφορετικά βακτήρια, ιούς και παράσιτα που προσβάλλουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Ένα από τα συχνότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι τα χλαμύδια που προσβάλλουν κάθε χρόνο σχεδόν 131 εκατ. ανθρώπους ηλικίας 15 – 49 ετών (το 3,1% του παγκόσμιου πληθυσμού), με τις γυναίκες να είναι περισσότερες από τους άνδρες (3,8% έναντι 2,5% αντίστοιχα). Ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Yποβοηθούμενη Aναπαραγωγή, εξηγεί μέσα από εννέα ερωταπαντήσεις τι είναι τα χλαμύδια, ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από αυτά και γιατί είναι πολύ σημαντικό να θεραπεύονται εγκαίρως.
Τι είναι τα χλαμύδια; Είναι η συχνότερη βακτηριακή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη. Προσβάλλουν άνδρες και γυναίκες και οφείλονται στο βακτήριο Chlamydia trachomatis. Εάν δεν θεραπευτούν, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές, μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας, καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη μια μελλοντική εγκυμοσύνη. Μπορεί επίσης να προκαλέσουν έκτοπη εγκυμοσύνη, κατά την οποία το έμβρυο αναπτύσσεται εκτός μήτρας (συχνά μέσα στη σάλπιγγα).
Πώς μεταδίδονται; Μπορεί να μεταδοθούν με το σεξ (κολπικό, στοματικό, πρωκτικό) με μολυσμένο άτομο ή από την έγκυο στο μωρό της στη διάρκεια του τοκετού. Αν ο ερωτικός σύντροφος είναι μολυσμένος άνδρας, μπορεί να μεταδώσει το βακτήριο ακόμα κι αν δεν εκσπερματίσει. Αν είχατε χλαμύδια και κάνατε επιτυχημένη θεραπεία στο παρελθόν, μπορεί να ξαναμολυνθείτε αν κάνετε σεξ χωρίς προφυλάξεις με μολυσμένο άτομο.
Πώς μπορώ να μειώσω τον κίνδυνο που διατρέχω; Θεωρητικά, ο μόνος σίγουρος τρόπος είναι η πλήρης αποφυγή του σεξ, αλλά αυτό είναι πρακτικά ανέφικτο. Για τα σεξουαλικώς ενεργά άτομα, η χρήση προφυλακτικού με σωστό τρόπο σε κάθε σεξουαλική επαφή (κολπική, στοματική, πρωκτική) είναι η επόμενη καλύτερη επιλογή. Και η τρίτη είναι η διατήρηση μακροχρόνιας, μονογαμικής σχέσης (αμφίδρομα) με μη μολυσμένο άτομο.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο να μολυνθούν; Οποιοσδήποτε κάνει σεξ χωρίς προφυλάξεις κινδυνεύει να μολυνθεί. Ωστόσο οι νέοι κινδυνεύουν περισσότερο, εξαιτίας των πιο ριψοκίνδυνων συμπεριφορών που υιοθετούν αλλά και λόγω ορμονικών παραγόντων. Οι ομοφυλόφιλοι και οι αμφιφυλόφιλοι και των δύο φύλων επίσης κινδυνεύουν. Ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να συμβάλλει στην απομάκρυνση του κινδύνου των χλαμυδίων. Στις σεξουαλικά δραστήριες γυναίκες κάτω των 25 ετών και στις μεγαλύτερες με παράγοντες κινδύνου (π.χ. νέος ή πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι ή σύντροφος μολυσμένος με σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα) συνιστάται έλεγχος κάθε χρόνο. Το ίδιο και στα ομοφυλόφιλα και αμφιφυλόφιλα άτομα, καθώς και στις έγκυες.
Είμαι έγκυος. Μπορούν να επηρεάσουν τα χλαμύδια το μωρό; Αν είστε έγκυος και έχετε χλαμύδια μπορεί κατά τον τοκετό να μεταδώσετε τη λοίμωξη στο μωρό και να αναπτύξει μόλυνση στα μάτια ή πνευμονία εξαιτίας της. Είναι επίσης πιθανότερο να γεννήσετε πρόωρα το μωρό σας. Στο ενδεχόμενο της εγκυμοσύνης η εξέταση για τα χλαμύδια επιβάλλεται κατά την πρώτη επίσκεψη στον μαιευτήρα.
Πώς μπορώ να ξέρω αν έχω χλαμύδια; Οι περισσότεροι άνθρωποι με χλαμύδια δεν έχουν συμπτώματα, γι’ αυτό και συνιστάται τακτικός επανέλεγχος στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Όσοι αναπτύσσουν συμπτώματα, συνήθως τα εκδηλώνουν αρκετές εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Πάντως, ανεξάρτητα από το αν προκαλέσουν συμπτώματα ή όχι, τα χλαμύδια μπορεί να βλάψουν το σύστημα αναπαραγωγής.
Οι γυναίκες με συμπτώματα μπορεί να έχουν μη φυσιολογικό έκκριμα από τον κόλπο (έχουν λευκόρροια, δηλαδή αποβολή λευκωπού υγρού που προέρχεται από την ουρήθρα ή τον τράχηλο) και αίσθημα καύσου (κάψιμο) κατά την ούρηση.
Οι άνδρες με συμπτώματα μπορεί να έχουν έκκριμα από το πέος, αίσθημα καύσου στην ούρηση, πόνο με διόγκωση στον ένα ή και τους δύο όρχεις (αν και αυτό είναι λιγότερο συχνό), καθώς και βαλανοποσθίτιδα (είναι φλεγμονή στη βάλανο του πέους).
Εάν τα χλαμύδια μολύνουν την πρωκτική περιοχή, ο ασθενής μπορεί να εκδηλώσει πόνο, έκκριμα ή αιμορραγία από τον πρωκτό. Και πάλι όμως η λοίμωξη στον πρωκτό μπορεί να μην έχει κανένα σύμπτωμα.
Στον γιατρό πρέπει να απευθυνθείτε αν έχετε οποιοδήποτε από αυτά τα συμπτώματα ή αν έχετε ύποπτες ενδείξεις για άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως μια ασυνήθιστη πληγή, ένα έκκριμα με περίεργη μυρωδιά, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση ή αίμα μεταξύ των έμμηνων ρύσεων. Εκείνος θα σας εξετάσει και πιθανώς θα σας υποβάλλει σε εργαστηριακές εξετάσεις που θα επιβεβαιώσουν τη διάγνωσή του.
Θεραπεύονται τα χλαμύδια; Τα χλαμύδια αντιμετωπίζονται με αντιβιοτική αγωγή, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται σωστά και έως το τέλος της για να αποδώσει (με άλλα λόγια, μην διακόψετε τα αντιβιοτικά επειδή πάψατε να έχετε συμπτώματα). Ωστόσο υπάρχουν πολλές πιθανότητες υποτροπής, γι’ αυτό και συνιστάται επανέλεγχος τρεις μήνες μετά τη θεραπεία. Σε θεραπεία πρέπει να υποβάλλεται και ο ερωτικός σύντροφος. Το είδος της αγωγής που θα χορηγηθεί καθορίζεται από τον ειδικό ιατρό ανάλογα με την περίπτωση, με βάση τις αναθεωρημένες (2016) οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Κάνω θεραπεία για χλαμύδια. Πότε μπορώ να ξανακάνω σεξ; Το σεξ πρέπει να αποφεύγεται έως ότου ολοκληρώσει τη θεραπεία του τόσο το μολυσμένο άτομο όσο και ο ερωτικός του σύντροφος. Αν ο γιατρός έχει χορηγήσει μία δόση φαρμάκου, το άτομο θα πρέπει να περιμένει επτά ημέρες μετά τη λήψη της για να κάνει σεξ. Αν η αγωγή απαιτεί λήψη φαρμάκου για επτά ημέρες, το άτομο πρέπει να περιμένει έως ότου ολοκληρωθεί η αγωγή.
Τι μπορεί να συμβεί αν δεν κάνω θεραπεία; Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορεί να εξαπλωθούν στη μήτρα και τις σάλπιγγες, προκαλώντας φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Η νόσος συχνά είναι ασυμπτωματική, αλλά μερικές γυναίκες έχουν πόνο στην κοιλιά και την περιοχή της πυέλου. Με ή χωρίς συμπτώματα, η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα και να οδηγήσει σε χρόνιο πυελικό άλγος, αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης και έκτοπη εγκυμοσύνη. Μπορεί επίσης να υπάρξει σαλπιγγίτιδα. Στους άνδρες σπάνια παρατηρούνται μακροπρόθεσμες συνέπειες. Μερικές φορές όμως τα βακτήρια εξαπλώνονται και προκαλούν προστατίτιδα ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν φθάσουν στους όρχεις, μπορεί να προκαλέσουν στείρωση.