Καθώς τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες καθυστερούν την τεκνοποίηση, η κρυοσυντήρηση ωαρίων σε νεαρότερη ηλικία με σκοπό τη μελλοντική χρήση τους θα μπορούσε να αποτελέσει το μέσο για τη διατήρηση της γονιμότητάς τους
Ακολουθώντας τις αλλαγές που έχουν επέλθει ιδιαίτερα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι περισσότερες γυναίκες αναβάλλουν την τεκνοποίηση δίνοντας προτεραιότητα στην ανάγκη οικονομικής εξασφάλισης και αναζήτησης επαγγελματικής καταξίωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πρώτη προσπάθεια τεκνοποίησης για τη γυναίκα να ξεκινάει πολλές φορές στην αρχή της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της.
Τα ποσοστά εγκυμοσύνης μειώνονται εκθετικά μετά την ηλικία των 37 ετών για τη γυναίκα και αρχίζει μια ταχύτερη μείωση στην ηλικία των 40 – 42 ετών. Η μείωση της αναπαραγωγικής ικανότητας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναπόφευκτη μείωση της ποσότητας και της ποιότητας των ωαρίων.
Στην ηλικία της έναρξης της περιόδου στη γυναίκα, οι ωοθήκες περιέχουν 250.000 περίπου ωοθυλάκια, καθένα από τα οποία μπορεί δυνητικά να απελευθερώσει ένα ωάριο κάθε μήνα. Ομως κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής, ωοθυλακιορρηξία δεν θα συμβεί παραπάνω από 500 φορές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των ωοθυλακίων δεν θα απελευθερώσουν ποτέ ωάριο εξαιτίας μιας διαδικασίας που λέγεται ωοθυλακική ατρησία.
Σε κάθε κύκλο της γυναίκας περίπου 1.000 ωάρια χάνονται και μετά την ηλικία των 35 ετών απομένει μόνο το 10% του αποθεματικού των ωαρίων. Ταυτόχρονα η ποιότητα των ωαρίων μειώνεται και δεν είναι ασυνήθιστο μια γυναίκα μεταξύ 38 και 40 ετών να μην έχει πλέον διαθέσιμα ωάρια που θα της δώσουν ένα υγειές μωρό.
Ως εκ τούτου, όλο και περισσότερο αυξάνεται ο αριθμός των γυναικών 40 ετών και άνω που απευθύνονται στα κέντρα υπογονιμότητας και ζητούν βοήθεια για την επίτευξη εγκυμοσύνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Eυρωπαϊκή Επιτροπή Καταγραφής της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης (EIM) και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) σε 4 χώρες, μία από τις οποίες ήταν και η χώρα μας, πάνω από το 20% των γυναικών που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση είναι γυναίκες ηλικίας >40 ετών (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία και Ελβετία).
Οπως είναι αναμενόμενο, τα ποσοστά εγκυμοσύνης μειώνονται με την ηλικία, από το 34% για γυναίκες ?34 ετών, στο 26.5% για γυναίκες 35-39 ετών και τελικά στο 13.9% για γυναίκες >40 ετών. Η ίδια τάση επικρατεί και στα ποσοστά γεννήσεων, τα οποία είναι χαμηλότερα (26.2%, 19.5% και 9.2%, αντίστοιχα). Τα αποτελέσματα ερμηνεύονται κυρίως από την αύξηση του ποσοστού των αποβολών που παρατηρούνται παράλληλα με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας από περίπου 30% σε ηλικία 40 ετών σε >60% σε γυναίκες άνω των 40 ετών.
Η μείωση της πιθανότητας επίτευξης εγκυμοσύνης ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση παράλληλα με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μέσω της μείωσης του αριθμού των ωαρίων και της ταυτόχρονης αύξησης του ποσοστού ανευπλοιδίας τους.
Tο ερώτημα που τίθεται είναι αν όλες οι γυναίκες αυτής της ηλιακιακής ομάδας έχουν την ίδια πιθανότητα να πετύχουν εγκυμοσύνη με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης ή υπάρχουν κάποιοι παράγοντες ή δείκτες οι οποίοι θα μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν την πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης επιλέγοντας την πιο κατάλληλη θεραπευτική στρατηγική.
Ο αριθμός των ωαρίων που συλλέγονται κατά την ωοληψία καθώς και ο αριθμός των διαθέσιμων εμβρύων για μεταφορά και κρυοσυντήρηση αποτελεί προγνωστικό δείκτη της έκβασης του κύκλου της εξωσωματικής.
Γυναίκες που έχουν επαρκές ωοθηκικό δυναμικό, απαιτούν μικρότερη ολική δόση γοναδοτροπινών για διέγερση, διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό ωαρίων μετά την ωοληψία και μεγαλύτερο αριθμό εμβρύων για μεταφορά. Μεγάλος αριθμός μελετών προτείνουν ότι η μέτρηση της ΑΜΗ (αντιμυλλέρια ορμόνη) αντανακλά σε μεγάλο βαθμό το συνολικό αριθμό των ωοθυλακίων που απομένουν στις ωοθήκες και αποτελεί προγνωστικό παράγοντα της απάντησης των ωοθηκών σε επικείμενη προσπάθεια εξωσωματικής. Τα επίπεδα της ΑΜΗ μειώνονται με την πάροδο της ηλικίας της γυναίκας και τη μείωση των ωοθηκικών αποθεμάτων.
Η ακριβής εκτίμηση των αποθεμάτων των ωοθηκών σε αριθμό ωοθυλακίων βοηθά στην πρόβλεψη της ανταπόκρισης στη διέγερση των ωοθηκών επιλέγοντας το κατάλληλο πρωτόκολλο διέγερσης. Σε περιπτώσεις μη ανταπόκρισης, η χρήση του φυσικού κύκλου δηλαδή η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με ωάριο που λαμβάνεται χωρίς ωοθηκική διέγερση αποτελεί μια άλλη επιλογή για την επίτευξη εγκυμοσύνης με αυτόλογα ωάρια.
Η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με δωρεά ωαρίων αποτελεί εναλλακτική λύση, η οποία όμως συχνά δύσκολα γίνεται αποδεκτή από το ζευγάρι.
Μια και τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες καθυστερούν την τεκνοποίηση η κρυοσυντήρηση ωαρίων σε νεαρότερη ηλικία με σκοπό τη μελλοντική χρήση τους θα μπορούσε να αποτελέσει το μέσο για τη διατήρηση της γονιμότητάς τους.
Παρέμβαση από την Κύρου Δήμητρα, MD, Phd Μαιευτήρα- Γυναικολόγο, Ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Μετεκπ/θείσα στο Κέντρο Αναπαραγωγικής Ιατρικής του Φλαμανδόφωνου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Τ. Επιμελήτρια CRG-UZ Brussels, Επιστημονική Υπεύθυνη της Μονάδας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής «ΒΙΟΓΕΝΕΣΙΣ» Θεσσαλονίκης. Email: mimikyrou@yahoo.gr