Τσιόδρας: Γιατί τα παιδιά κινδυνεύουν λιγότερο από τον κορωνοϊό

Σχετικά με τα παιδιά και τον κίνδυνο που αυτά διατρέχουν από τον κορωνοϊό, ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε σε ελληνική μελέτη από πανεπιστημιακούς του ΕΚΠΑ που έδειξε σημαντική μείωση των οσφρητικών λειτουργιών σε ενήλικες ασθενείς με τη νόσο.

Η μελέτη, σύμφωνα με τον ίδιο,  χρησιμοποίησε αντικειμενικό τρόπο μέτρησης οσφρητικής δυσλειτουργίας με ειδικά τεστ και ανίχνευσε διαταραχές της όσφρησης σε 64% των ασθενών.

«Οι κορωνοϊοί γενικότερα προσβάλλουν το οσφρητικό επιθήλιο λόγω της αυξημένης έκφρασης που παρουσιάζει στον υποδοχέα 2 του μετατρεπτικού συνενζύμου της αγγειοτενσίνης, το ένζυμο που αποτελεί την «πόρτα» του οργανισμού για να μπει ο ιός στο σώμα μας», σημείωσε ο κ. Τσιόδρας.

«Έχει σχέση με το επόμενο εύρημα που θα σας αναφέρω κι εξηγεί γιατί τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να νοσήσουν σοβαρά. Αφορά την περιοχή της μύτης και συγκεκριμένα την περιοχή που προσβάλλει ο ιός πρώτα.

Νέα επιστημονικά ευρήματα από την Νέα Υόρκη υποστηρίζουν πως τα παιδιά έχουν μειωμένη έκφραση του υποδοχέα 2 του μετατρεπτικού συνενζύμου της αγγειοτενσίνης στη μύτη. Δηλαδή παράγουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες αυτής της πρωτεΐνης που χρησιμοποιεί ο ιός για να μπει στον οργανισμό μας. Ο βλεννογόνος της μύτης είναι από τις πρώτες εστίες της λοίμωξης στον οργανισμό», είπε χαρακτηριστικά.

«Στη μελέτη που εξέτασε ανθρώπους ηλικίας 4-60 ετών, η χαμηλότερη έκφραση του γονιδίου για την παραγωγή αυτού του ενζύμου ήταν στα μικρά παιδιά και προοδευτικά αύξανε με την ηλικία. Μεγάλη μελέτη 6.000 παιδιών θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα αν αυτή η ανακάλυψη που προέρχεται από τα παιδιά, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της μετάδοσης της νόσου με κάποιο καινούριο φάρμακο που θα στοχεύει τον υποδοχέα αυτόν, τη θύρα από την οποία μπαίνει ο κορωνοϊός στον οργανισμό μας».

«Ένα άλλο σημαντικό εύρημα από επιστήμονες από τη Βοστώνη, προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα εάν οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με τον ιό μπορούν να επαναμολυνθούν.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν γι’αυτόν το σκοπό πειραματόζωα, τα οποία ανέπτυξαν συμπτώματα της νόσου και έναν μήνα μετά δέχτηκαν άλλη μια δόση του ιού. Τις επόμενες δύο εβδομάδες διαπιστώθηκαν γρήγορα μειούμενα επίπεδα στη μύτη ζώων και σχεδόν καθόλου στους πνεύμονες. Όλα τα ζώα γρήγορα εμφάνισαν μετά τη δεύτερη έκθεση στον ιό τα αντισώματα στο αίμα τους όπως συμβαίνει όταν έχουμε περάσει μια ίωση. Αναπτύσσουμε αντισώματα και δεν ασθενούμε ξανά από την ίδια ίωση εντός μικρού χρονικού διαστήματος».

 

Διαβάστε ακόμη...