Κινέζοι επιστήμονες, για πρώτη φορά στον κόσμο, ανέφεραν ότι τροποποίησαν γενετικά τα γονιδιώματα ανθρώπινων εμβρύων, αν και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν θέμα χρόνου κάποιος να το κάνει (ή να το παραδεχτεί ανοιχτά), παρά τις πάμπολλες ενστάσεις από άποψη βιοηθικής.
Αν και ο στόχος είναι να θεραπευθούν γενετικές παθήσεις, άλλοι επιστήμονες θεωρούν ότι οι Κινέζοι ερευνητές παραβίασαν τα όρια της δεοντολογίας. Σε κάθε περίπτωση, η ανακοίνωση έρχεται να επιβεβαιώσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν, εδώ και καιρό, ότι τέτοιες έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη σε επιστημονικά εργαστήρια (υπάρχουν φήμες ότι τουλάχιστον άλλες τέσσερις κινεζικές επιστημονικές ομάδες κάνουν παρόμοια έρευνα).
Οι Κινέζοι επιστήμονες, με επικεφαλής τον γενετιστή Γιουνγιού Χουάνγκ του Πανεπιστημίου Σουν Γιατ-σεν της Γκουανγκτσού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας “Protein & Cell”, σύμφωνα με το «Nature» και το “Science”, κατέβαλαν προσπάθεια να αμβλύνουν τις αρνητικές εντυπώσεις, χρησιμοποιώντας «μη βιώσιμα» έμβρυα, τα οποία δεν επρόκειτο να γεννηθούν ζωντανά και αποκτήθηκαν από κλινικές γονιμότητας.
Οι ερευνητές προσπάθησαν να επέμβουν και να τροποποιήσουν το γονίδιο που ευθύνεται για μια κληρονομική αιματολογική πάθηση, τη Θαλασσαιμία-β (γνωστότερη στην Ελλάδα ως Μεσογειακή αναιμία). Η απόπειρα έγινε με μια σύγχρονη γενετική τεχνική «κοπτοραπτικής» (την CRISPR/Cas 9) και, όπως είπαν οι επιστήμονες, αποκάλυψε σοβαρά εμπόδια στη χρήση της εν λόγω μεθόδου για ιατρικές εφαρμογές.
«Η μελέτη τους θα πρέπει να αποτελέσει αυστηρή προειδοποίηση για οποιονδήποτε ερευνητή νομίζει ότι η αυτή η (γενετική) τεχνολογία είναι έτοιμη να δοκιμαστεί για να εξαλείψει παθογόνα γονίδια» δήλωσε ο Αμερικανός βιολόγος Τζορτζ Ντέιλι, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Ο επιστημονικός κόσμος εμφανίζει μια διχογνωμία μεταξύ όσων αισιοδοξούν ότι η γενετική τροποποίηση στα έμβρυα έχει λαμπρό μέλλον, απαλλάσσοντας κάποια στιγμή τα παιδιά από γενετικές παθήσεις προτού αυτά γεννηθούν και, από την άλλη, όσων θεωρούν ότι κάτι τέτοιο παραβιάζει τους κανόνες της βιοηθικής και επιπλέον μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τις μελλοντικές γενιές. Επίσης, κανένας δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι μελλοντικά η γενετική τροποποίηση δεν θα «γλιστρήσει» σε επικίνδυνες κατευθύνσεις (π.χ. στην ευγονική).
Η γενετική τροποποίηση γίνεται με τη βοήθεια του ενζυματικού συμπλέγματος CRISPR/Cas9, το οποίο, αφού εισάγεται στον οργανισμό-στόχο, μπορεί να κόψει και να επανασυγκολλήσει το μόριο του DNA σε συγκεκριμένα σημεία. Το ένζυμο είναι δυνατό να προγραμματιστεί έτσι ώστε να στοχεύσει σε ένα συγκεκριμένο ελαττωματικό γονίδιο, προκειμένου αυτό να αντικατασταθεί τελείως ή να επιδιορθωθεί από ένα άλλο μόριο, το οποίο εισάγεται παράλληλα στο σώμα. Η τεχνολογία αυτή έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε ανθρώπινα ενήλικα κύτταρα, καθώς και σε έμβρυα ζώων, αλλά ποτέ έως τώρα σε ανθρώπινα έμβρυα.
Οι Κινέζοι επιστήμονες προσπάθησαν να αντικαταστήσουν ένα γονίδιο-στόχο (το ΗΒΒ που ευθύνεται για τη θαλασσαιμία-β) σε μονοκύτταρα γονιμοποιημένα έμβρυα, με την προσδοκία ότι, καθώς θα αναπτυσσόταν στη συνέχεια το έμβρυο, όλα τα κύτταρά του θα είχαν πλέον το σωστό και όχι το ελαττωματικό γονίδιο. Τα κύτταρα με τα οποία πειραματίσθηκαν, είχαν ληφθεί από κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης και διέθεταν έξτρα χρωμοσώματα, επειδή το ωάριο είχε γονιμοποιηθεί από δύο σπερματοζωάρια και όχι από ένα. Η ανωμαλία αυτή θα επέτρεπε μεν στα εν λόγω έμβρυα να αναπτυχθούν αρχικά, αλλά όχι να γεννηθούν ζωντανά.
Από τα 81 έμβρυα στα οποία έγινε γενετική τροποποίηση, μετά από 48 ώρες (οπότε τα μονοκύτταρα έμβρυα είχαν γίνει πλέον οκτώ κύτταρα), τα 71 είχαν επιβιώσει. Από αυτά, μόνο στα 28 η τεχνική είχε γίνει με επιτυχία, αλλά και από αυτά μόνο ένα μέρος όντως διέθεταν το νέο γενετικό υλικό, που αντικατέστησε το ελαττωματικό.
Όπως παραδέχθηκε ο Χουάνγκ, «αν θέλεις να το κάνεις σε φυσιολογικά έμβρυα, πρέπει να έχεις ποσοστό επιτυχίας κοντά στο 100%. Γι’ αυτό σταματήσαμε, θεωρώντας ότι ακόμη το όλο πράγμα είναι πολύ πρόωρο».
Επιπλέον, οι Κινέζοι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, μετά τη γενετική επέμβασή τους, είχε υπάρξει ένας ασπρόσμενα μεγάλος αριθμός ανεπιθύμητων μεταλλάξεων σε άλλα σημεία του γονιδιώματος, επιβεβαιώνοντας έτσι τους φόβους άλλων επιστημόνων για τη μη ασφαλή φύση της διαδικασίας. Όπως είπαν οι Κινέζοι ερευνητές, θα προσπαθήσουν να μειώσουν αυτές τις άσχετες μεταλλάξεις, κάνοντας νέα πειράματα όχι με έμβρυα, αλλά με ζώα.
Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι τα δύο κορυφαία επιστημονικά περιοδικά στον κόσμο, το “Science” και το “Nature”, αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν την μελέτη-ορόσημο, προβάλλοντας εν μέρει λόγους βιοηθικής.