Τα νιτρικά άλατα, μια ένωση που βρίσκεται στα λαχανικά, το κρέας και το πόσιμο νερό, έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και έρευνας λόγω των πιθανών επιπτώσεών τους στην υγεία. Σύμφωνα με ερευνητικά στοιχεία, για παράδειγμα, τα νιτρικά άλατα από τη διατροφή θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων, της άνοιας και του διαβήτη. Μια νεότερη μελέτη του Πανεπιστημίου Edith Cowan ενισχύει αυτά τα θετικά ευρήματα, επισημαίνοντας ποια τρόφιμα είναι αυτά που ωφελούν περισσότερο τον οργανισμό.
Όπως αναφέρει η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο European Journal of Epidemiology, τα νιτρικά από φυτικές πηγές συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, ενώ τα νιτρικά από άλλες πηγές, όπως τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, το επεξεργασμένο κρέας και το νερό της βρύσης, σχετίζονται αντίθετα με υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας.
Η Δρ Nicola Bondonno από το Πανεπιστήμιο Edith Cowan ήταν η επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος, που διαπίστωσε ότι μεταξύ 52.247 συμμετεχόντων στη Μελέτη Διατροφής Καρκίνου και Υγείας στη Δανία, η μέτρια έως υψηλή πρόσληψη νιτρικών από φυτά και λαχανικά σχετιζόταν με 14% έως 24% χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από όλα τα αίτια, καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνο.
Παρόλο που η έρευνα δεν μπορούσε να συσχετίσει τα φυτικά νιτρικά άλατα ως τον μοναδικό παράγοντα που συμβάλλει στην ανθρώπινη υγεία, δεδομένου ότι τα φυτά και τα λαχανικά περιέχουν μια πληθώρα από άλλες προστατευτικές ενώσεις που οι ίδιες σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, καρκίνου και θνησιμότητας, η έρευνα υπογράμμισε την αξία της υψηλότερης πρόσληψης λαχανικών πλούσιων σε νιτρικά άλατα για τον μετριασμό του κινδύνου θνησιμότητας.
Επιπλέον, τα στοιχεία συμπληρώνουν τα δεδομένα που έχουν ήδη αποδείξει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας όσον αφορά τους κινδύνους καρκίνου από την κατανάλωση λαχανικών πλούσιων σε νιτρικά, όπως τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και τα παντζάρια. Τουναντίον, η υψηλότερη πρόσληψη νιτρικών που προέρχονται από ζωικές πηγές συσχετίστηκε με 9% και 12% υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από όλα τα αίτια και θνησιμότητας που σχετίζεται με καρδιαγγειακά νοσήματα, αντίστοιχα. Αντίθετα, οι υψηλότερες προσλήψεις νιτρικών που προέρχονται από φυσικά ζωικά προϊόντα, μια ένωση που σχηματίζεται από τα νιτρικά, συσχετίστηκαν με 25%, 29% και 18% υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από όλα τα αίτια, καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνο, αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή, οι υψηλότερες προσλήψεις νιτρικών και νιτρωδών από πηγές επεξεργασμένου κρέατος συσχετίστηκαν με 12% έως 22% υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας που σχετίζεται με όλα τα αίτια και τον καρκίνο, ενώ μόνο τα πρόσθετα επιτρεπόμενα νιτρώδη που προέρχονται από κρέας συσχετίστηκαν θετικά με τη θνησιμότητα που σχετίζεται με τη καρδιαγγειακή νόσο.
Όσον αφορά την υψηλότερη πρόσληψη νιτρικών από το νερό της βρύσης, οι συγκεκριμένοι συμμετέχοντες διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από όλα τα αίτια και από καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά όχι θνησιμότητας από καρκίνο.
Η Δρ Bondonno συνοψίζει: «Με απλά λόγια, τα νιτρικά μπορούν να ακολουθήσουν δύο διαφορετικές οδούς όταν εισάγονται στο σώμα. Η μία είναι να σχηματίσουν μια ένωση που ονομάζεται μονοξείδιο του αζώτου, η οποία έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τη ροή του αίματος, μειώνει την αρτηριακή πίεση και υποστηρίζει τη συνολική καρδιαγγειακή υγεία. Παράλληλα, όμως, μπορούν να διανύσουν μια δεύτερη οδό, σχηματίζοντας μια ομάδα ενώσεων που ονομάζονται νιτροζαμίνες, οι οποίες θεωρούνται καρκινογόνες και συνδέονται με τον καρκίνο. Εκτιμάται ότι οι αντιοξειδωτικές ενώσεις στα λαχανικά ωθούν τα νιτρικά προς την πρώτη οδό».
Οι προτάσεις που προκύπτουν από την παρούσα μελέτη ακολουθούν τις διατροφικές οδηγίες που προάγουν ούτως ή άλλως τη συνολική υγεία: περισσότερες πηγές φυτικών ινών και και λιγότερα ζωικά προϊόντα, περιορίζοντας εξίσου την κατανάλωση επεξεργασμένων κρεάτων.