Ζήσης Ψάλλας
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, βρήκε ότι ένα μέρος του μικροβιώματος στους μπαμπουίνους είναι κληρονομικό. Οι περισσότερες τιμές κληρονομικότητας ήταν χαμηλές αλλά αυξάνονταν με την ηλικία του ξενιστή.
"Το περιβάλλον διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση του μικροβιώματος από τα γονίδια, αλλά αυτό που κάνει η μελέτη μας είναι ότι μας απομακρύνει από την ιδέα ότι τα γονίδια διαδραματίζουν ελάχιστο ρόλο στο μικροβίωμα και μας πάει στην ιδέα ότι τα γονίδια παίζουν ρόλο, αν και μικρό", είπε η Elizabeth Archie, καθηγήτρια στο Τμήμα Βιολογικών Επιστημών του University of Notre Dame.
Προηγούμενες μελέτες στον άνθρωπο έδειξαν ότι μόνο το 5-13% των μικροβίων ήταν κληρονομικά.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δείγματα κοπράνων από 585 άγριους μπαμπουίνους Amboseli, συνήθως με περισσότερα από 20 δείγματα ανά ζώο. Τα προφίλ των μικροβίων από τα δείγματα έδειξαν διακυμάνσεις λόγω της διατροφής των μπαμπουίνων μεταξύ υγρών και ξηρών εποχών.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πως αν δεν ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στη διατροφή και η ηλικία, το 97% των χαρακτηριστικών των μικροβίων, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής ποικιλομορφίας και της αφθονίας τους, ήταν κληρονομικά. Ωστόσο, το ποσοστό της κληρονομικότητας εμφανιζόταν πολύ χαμηλότερο -μόνο στο 5%- όταν τα δείγματα ελέγχονταν σε ένα μόνο χρονικό σημείο, όπως γίνεται στους ανθρώπους. Αυτό τονίζει τη σημασία της μελέτης των δειγμάτων στον ίδιο ξενιστή με την πάροδο του χρόνου.
Η κληρονομικότητα των μικροβίων ήταν κατά κανόνα 48% υψηλότερη κατά την περίοδο ξηρασίας από ό, τι στην υγρή περίοδο, κάτι που μπορεί να εξηγηθεί από την διαφορετική διατροφή των μπαμπουίνων κατά τη διάρκεια της περιόδου των βροχών. Η κληρονομικότητα επίσης αυξήθηκε με την ηλικία.
Τα ευρήματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες που δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στη διακύμανση του μικροβιώματος παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τα γενετικά αποτελέσματα.
Αλλά γνωρίζοντας ότι τα γονίδια που ανευρίσκονται στο μικροβίωμα του εντέρου είναι κληρονομικά ανοίγει η πόρτα για θεραπείες που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν με βάση τη γενετική σύνθεση του μικροβιώματος.
Το έργο Amboseli Baboon, που ξεκίνησε το 1971, είναι μια από τις πιο μακροχρόνιες μελέτες άγριων πρωτευόντων στον κόσμο.