Το μήκος των τελομερών μπορεί να προσδιορίζεται νωρίς στη ζωή

Ζήσης Ψάλλας

Τα τελομερή είναι προστατευτικά καλύμματα στο DNA και συντομεύονται καθώς περνά η ηλικία μας. Τώρα, μία από τις πρώτες μελέτες που εξέτασαν το μήκος των τελομερών στην παιδική ηλικία διαπίστωσε ότι η αρχική ρύθμιση του μήκους κατά την προγεννητική ανάπτυξη και τα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να καθορίσει το μήκος των τελομερών καθόλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και ενδεχομένως ακόμη και στην ενηλικίωση.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα τελομερή μειώνονται πιο γρήγορα από τη γέννηση έως την ηλικία των 3 ετών, ενώ υπάρχει μια περίοδος διατήρησης πριν από την εφηβεία, αν και μερικές φορές φαίνεται ότι επιμηκύνεται αυτή η περίοδος.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το μήκος των τελομερών μιας μητέρας είναι προγνωστικό για το μήκος στο νεογέννητο. Ενώ όλα τα τελομερή αναμένεται να μειωθούν με την ηλικία, οι λόγοι για τους οποίους ορισμένα παιδιά έχουν τελομερή που μειώνονται ταχύτερα είναι άγνωστοι. Μια εξήγηση μπορεί να είναι ότι τα τελομερή είναι ευαίσθητα σε περιβαλλοντικούς ρύπους. Είναι επίσης άγνωστο γιατί ορισμένα παιδιά είχαν τελομερή που αύξησαν το μήκος τους κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης -το φαινόμενο αυτό έχει επίσης παρατηρηθεί και σε άλλες μελέτες.

«Δεδομένης της σημασίας του μήκους των τελομερών στην κυτταρική υγεία και τη γήρανση, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη δυναμική των τελομερών στην παιδική ηλικία», είπε η Julie Herbstman, αναπληρώτρια καθηγήτρια περιβαλλοντικής υγείας στο Columbia Mailman School. 

Στη μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης για τη μέτρηση του μήκους των τελομερών σε λευκά αιμοσφαίρια που απομονώθηκαν από αίμα ομφάλιου λώρου και αίμα που συλλέχθηκε στις ηλικίες των 3, 5, 7 και 9 ετών, σε 224 παιδιά. Μετρήθηκε επίσης το μητρικό μήκος των τελομερών κατά τον τοκετό σε ένα υποσύνολο μητέρων.

Οι ερευνητές λένε ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για την κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών που οδηγούν στη μεταβλητότητα του ρυθμού αλλαγής του μήκους των τελομερών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής, καθώς και των τροποποιήσιμων περιβαλλοντικών παραγόντων που συμβάλλουν στις μεταβολές του ρυθμού φθοράς τους.

Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Psychoneuroendocrinology.

Διαβάστε ακόμη...