Ζήσης Ψάλλας
Οι γυναίκες που βιώνουν επιταχυνόμενη συσσώρευση κοιλιακού λίπους κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, ακόμη και αν το βάρος τους παραμείνει σταθερό, σύμφωνα με μια ανάλυση του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Menopause.
Η μελέτη, που βασίζεται σε δεδομένα που συλλέχθηκαν σε γυναίκες επί 25 χρόνια, υποδηλώνει ότι η μέτρηση της περιφέρειας της μέσης κατά τη διάρκεια προληπτικών εξετάσεων υγειονομικής περίθαλψης για γυναίκες μέσης ηλικίας θα μπορούσε να είναι ένας πρώιμος δείκτης κινδύνου καρδιακής νόσου πέρα από τον ευρέως χρησιμοποιούμενο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) που είναι ο υπολογισμός του βάρους έναντι του ύψους.
«Πρέπει να αλλάξουμε ταχύτητα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τον κίνδυνο των καρδιακών παθήσεων στις γυναίκες, ειδικά καθώς πλησιάζουν και περνούν στην εμμηνόπαυση», δήλωσε η Samar El Khoudary, αναπληρώτρια καθηγήτρια επιδημιολογίας. «Η έρευνά μας δείχνει όλο και περισσότερο ότι δεν είναι τόσο σημαντικό το πόσο λίπος έχει μια γυναίκα, το οποίο οι γιατροί συνήθως μετρούν χρησιμοποιώντας τον ΔΜΣ όπως το πού έχει αυτό το λίπος».
Η El Khoudary και οι συνάδελφοί της εξέτασαν δεδομένα για 362 γυναίκες από το Πίτσμπουργκ και το Σικάγο που συμμετείχαν στη Study of Women's Health Across the Nation (SWAN). Στις γυναίκες αυτές, που ήταν μέσης ηλικίας 51 ετών, μετρήθηκε ο σπλαχνικός λιπώδης ιστός τους -το λίπος που περιβάλλει τα κοιλιακά όργανα- με αξονική τομογραφία και το πάχος της εσωτερικής επένδυσης της καρωτιδικής αρτηρίας στο λαιμό τους με υπερήχους, κάμποσες φορές κατά τη διάρκεια της μελέτης. Το πάχος της καρωτιδικής αρτηρίας είναι ένας πρώιμος δείκτης καρδιακών παθήσεων.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι για κάθε 20% αύξηση του κοιλιακού λίπους, το πάχος της επένδυσης της καρωτιδικής αρτηρίας αυξήθηκε κατά 2% ανεξάρτητα από το συνολικό βάρος, τον ΔΜΣ και άλλους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις.
Διαπίστωσαν επίσης ότι το σπλαχνικό λίπος ξεκίνησε μια απότομη επιτάχυνση, κατά μέσο όρο, μέσα σε δύο χρόνια πριν την τελευταία περίοδο των γυναικών και συνέχισε μια πιο σταδιακή ανάπτυξη μετά την μετάβαση στην εμμηνόπαυση.