Τι προκαλεί τις ελλείψεις αντιβιοτικών στην Ευρώπη;

Ζήσης Ψάλλας

Από το Σεπτέμβριο και μετά, αλλά ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο εβδομάδες, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που χρησιμοποιούν ορισμένα κοινά φάρμακα μπορεί να δυσκολεύονται να λάβουν τις συνήθεις συνταγές τους. Αυτό έρχεται αφότου τα φαρμακεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη έχουν αναφέρει ελλείψεις πολλών διαφορετικών φαρμάκων, για παράδειγμα αυτών που συχνά συνταγογραφούνται για την εμμηνόπαυση, την άνοια, την κατάθλιψη και τον πόνο. Τελευταία παρατηρείται έλλειψη και φαρμάκων αυτοφροντίδας που αγοράζονται χωρίς συνταγή γιατρού. όπως είναι αυτά για τον πονόλαιμο και τον βήχα.

Το πιο σημαντικό, ίσως, πρόβλημα, είναι ότι υπάρχει και έλλειψη αντιβιοτικών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η διαθεσιμότητα αμοξικιλλίνης και πενικιλίνης, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία λοιμώξεων όπως ο στρεπτόκοκκος Α, είναι χαμηλή. Η τρέχουσα έλλειψη αντιβιοτικών θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους ασθενείς και εγείρει ανησυχίες για τη δημόσια υγεία. Τα προβλήματα προμήθειας αντιβιοτικών, από πολλές απόψεις, δεν διαφέρουν από άλλες ελλείψεων φαρμάκων. Είναι αποτέλεσμα ζητημάτων ζήτησης και προσφοράς.

Από την πλευρά της ζήτησης, η αλλαγή των προτύπων μόλυνσης και πιθανώς επίσης τα πολλά κρυολογήματα έχουν συμβάλει σε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη χρήση αντιβιοτικών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ειδικοί γιατροί εξήγησαν ότι τα κρούσματα οστρακιάς και στρεπτόκοκκου Α συνήθως αυξάνονται με το νέο έτος. Αλλά τα μεταβαλλόμενα επίπεδα ανοσίας στον πληθυσμό που σχετίζονται με την πανδημία COVID φαίνεται να έχουν επηρεάσει τους κύκλους μόλυνσης. Η νωρίτερη από τη συνηθισμένη άνοδος των ασθενειών ήταν σε μεγάλο βαθμό απροσδόκητη και οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν προσάρμοσαν τα  σχέδια παραγωγής τους. Αντίστοιχα, τα φαρμακεία ανέφεραν δυσκολίες στην εξασφάλιση προμηθειών βασικών αντιβιοτικών για να καλύψουν την απότομη αύξηση της ζήτησης.

Από την πλευρά της προσφοράς, η υπερβολική εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό προμηθευτών για ενεργά φαρμακευτικά συστατικά και άλλες πρώτες ύλες έχει καταστήσει δύσκολο για τους κατασκευαστές να ανταποκριθούν στην τρέχουσα ζήτηση. Μια συγκεκριμένη πρόκληση ήταν η πολιτική της Κίνας για το μηδενικό αριθμό COVID-19 και οι περιορισμοί που έθεσε στην παραγωγή και τα logistics. Γενικότερα, η μεγάλη εξάρτηση από ορισμένες χώρες ως βασικές πηγές ενεργών ουσιών και πρώτων υλών είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Η Κίνα και η Ινδία μαζί αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 60% της προσφοράς των ενεργών φαρμακευτικών συστατικών παγκοσμίως το 2020. Αυτό το επίπεδο συγκέντρωσης της αγοράς εφοδιασμού μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα διαθεσιμότητας όταν διαταράσσονται οι αλυσίδες εφοδιασμού των φαρμάκων.

Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι ότι πολλά αντιβιοτικά, ειδικά αυτά που δεν προστατεύονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας (γνωστά ως γενόσημα) είναι πολύ φθηνά. Αν και οι χαμηλές τιμές καθιστούν αυτά τα αντιβιοτικά προσιτά, μειώνουν επίσης την οικονομική ελκυστικότητα για τους κατασκευαστές, οι οποίοι ενδέχεται να αποφασίσουν να διακόψουν την παραγωγή όταν η προμήθεια αυτών των προϊόντων δεν έχει πλέον οικονομική λογική. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους επιδείνωσε αυτές τις προκλήσεις επειδή αυξάνει το κόστος παραγωγής, γεγονός που συνέβαλε στο να σταματήσει η παραγωγή ορισμένων αντιβιοτικών.

Δεδομένων των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, είναι επιτακτική ανάγκη τα αντιβιοτικά να πηγαίνουν σε ασθενείς που τα χρειάζονται σήμερα, αντί να κρατιούνται για ασθενείς που μπορεί να τα χρειαστούν αύριο.  Από την πλευρά του φαρμακείου, αντί να δημιουργούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης, τα φαρμακεία θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα των αποθεμάτων τους και να συνεργάζονται για να μοιράζονται τα αποθέματά τους όπως και όταν χρειάζεται. Οι γιατροί θα μπορούσαν επίσης να αναθεωρήσουν τις οδηγίες συνταγογράφησης, έτσι ώστε η χρήση αντιβιοτικών να ενθαρρύνεται μόνο σε περιπτώσεις όπου αναμένονται σοβαρές συνέπειες για την υγεία.

Διαβάστε ακόμη...