Ζήσης Ψάλλας
Σε μια μελέτη από τα Πανεπιστήμια του Surrey και του Brighton, της Βρετανίας, οι ερευνητές ερεύνησαν την επίδραση των συμπληρωμάτων βιταμίνης D, των μορφών D2 και D3, που λαμβάνονται καθημερινά σε μια περίοδο 12 εβδομάδων στη δραστηριότητα των γονιδίων στο αίμα των ανθρώπων.
Σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες απόψεις, η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ότι οι δύο τύποι βιταμίνης D δεν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Βρήκαν στοιχεία ότι η βιταμίνη D3 είχε μια τροποποιητική επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα που θα μπορούσε να ενισχύσει το σώμα ενάντια σε ιογενείς και βακτηριακές ασθένειες.
Ο καθηγητής Colin Smith, κύριος συγγραφέας της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, είπε: «H βιταμίνη D3 φαίνεται να διεγείρει το σύστημα σηματοδότησης ιντερφερόνης τύπου Ι στο σώμα -ένα βασικό μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος που παρέχει μια πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στα βακτήρια και τους ιούς. Έτσι, τα υγιή επίπεδα της βιταμίνης D3 μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη από ιούς και βακτήρια. Η μελέτη μας δείχνει ότι είναι σημαντικό οι άνθρωποι να λαμβάνουν συμπλήρωμα βιταμίνης D3 ή κατάλληλα εμπλουτισμένα τρόφιμα, ειδικά τους χειμερινούς μήνες».
Αν και ορισμένα τρόφιμα είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη D, όπως ορισμένα δημητριακά πρωινού, γιαούρτι και ψωμί, λίγα περιέχουν φυσικά τη βιταμίνη. Η βιταμίνη D3 παράγεται εκ φύσεως στο δέρμα μας από την έκθεση στο ηλιακό φως ή στην τεχνητή υπεριώδη ακτινοβολία UVB, ενώ ορισμένα φυτά και μύκητες παράγουν βιταμίνη D2.
Πολλοί άνθρωποι έχουν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D3 επειδή ζουν σε τοποθεσίες όπου το φως του ήλιου είναι περιορισμένο το χειμώνα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Η πανδημία Covid-19 έχει επίσης περιορίσει τη φυσική έκθεση των ανθρώπων στον ήλιο λόγω του ότι οι άνθρωποι περνούν περισσότερο χρόνο στα σπίτια τους.
Η καθηγήτρια Susan Lanham-New, συν-συγγραφέας της μελέτης και επικεφαλής του Τμήματος Επιστημών Διατροφής στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, είπε: «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η βιταμίνη D3 θα πρέπει να είναι η προτιμώμενη μορφή για τα εμπλουτισμένα τρόφιμα και τα συμπληρώματα».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Immunology.