Ζήσης Ψάλλας
Ο χιμπατζής είναι ο πιο στενός συγγενής μας από εξελικτική άποψη και η έρευνα δείχνει ότι η συγγένειά μας προέρχεται από έναν κοινό πρόγονο. Περίπου πέντε με έξι εκατομμύρια χρόνια πριν, οι εξελικτικοί δρόμοι χωρίστηκαν, οδηγώντας στον χιμπατζή και τον Homo Sapiens. Σε μια νέα μελέτη, οι ερευνητές βλαστικών κυττάρων στο Lund εξέτασαν τι είναι στο DNA μας που κάνει τον εγκέφαλο του ανθρώπου και του χιμπατζή διαφορετικό και βρήκαν απαντήσεις.
«Αντί να μελετήσουμε ζωντανούς ανθρώπους και χιμπατζήδες, χρησιμοποιήσαμε βλαστικά κύτταρα που αναπτύχθηκαν σε εργαστήριο. Τα βλαστοκύτταρα επαναπρογραμματίστηκαν από κύτταρα του δέρματος από τους συνεργάτες μας στη Γερμανία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Στη συνέχεια, εξετάσαμε τα βλαστοκύτταρα που είχαμε αναπτύξει σε εγκεφαλικά κύτταρα», εξηγεί ο Johan Jakobsson, καθηγητής νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο Lund, ο οποίος ήταν επικεφαλής της μελέτης.
Χρησιμοποιώντας τα βλαστοκύτταρα, οι ερευνητές ανέπτυξαν συγκεκριμένα εγκεφαλικά κύτταρα από ανθρώπους και χιμπατζήδες και συνέκριναν τους δύο τύπους κυττάρων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι και οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν ένα μέρος του DNA τους με διαφορετικούς τρόπους, το οποίο φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου μας.
O Jakobsson είπε: «Το μέρος του DNA μας που προσδιορίστηκε ως διαφορετικό ήταν απροσδόκητο. Ηταν μια δομική παραλλαγή του DNA που παλαιότερα ονομαζόταν "junk DNA", μια μακρά επαναλαμβανόμενη σειρά DNA που εδώ και καιρό θεωρείται ότι δεν έχει καμία λειτουργία. Προηγουμένως, ερευνητές έψαχναν για απαντήσεις στο τμήμα του DNA όπου βρίσκονται σε γονίδια που παράγουν πρωτεΐνη -το οποίο αποτελεί μόνο περίπου το 2% του συνόλου του DNA μας- και εξέταζαν τις ίδιες τις πρωτεΐνες για να βρουν παραδείγματα διαφορών».
Τα νέα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι διαφορές φαίνεται να βρίσκονται έξω από τα γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως "junk DNA", το οποίο θεωρήθηκε ότι δεν έχει καμία λειτουργία και που αποτελεί την πλειοψηφία του DNA μας.
Στο μέλλον τα νέα ευρήματα μπορούν επίσης να συμβάλουν σε γενετικά βασισμένες απαντήσεις σε ερωτήσεις σχετικά με ψυχιατρικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, μια διαταραχή που φαίνεται να είναι μοναδική στους ανθρώπους. «Υπάρχει όμως πολύς δρόμος για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, καθώς αντί να διεξάγουμε περαιτέρω έρευνα για το 2% του κωδικοποιημένου DNA, μπορεί τώρα να εμβαθύνουμε και στο 100% -ένα πολύ πιο περίπλοκο καθήκον για έρευνα», είπε ο Jakobsson.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Stem Cell.