Η χορήγηση πλάσματος που περιέχει πολυκλωνικά αντισώματα από αναρρώσαντες σε ασθενείς με COVID-19 αποτελεί μια ελπιδοφόρο θεραπευτική προσέγγιση για την πρόληψη των επιπλοκών της COVID-19, ωστόσο η αποτελεσματικότητά της σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς με πρόσφατη διάγνωση COVID-19 είναι αβέβαιη.
Πρόκειται για μια πολυκεντρική, διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη στην οποία αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της χορήγησης πλάσμα αναρρωσάντων από COVID-19, συγκριτικά με πλάσμα από ομάδα ελέγχου, σε συμπτωματικούς ενήλικες άνω των 18 οι οποίοι ήταν θετικοί στον SARS-CoV-2, ανεξάρτητα από την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου ή την εμβολιαστική τους κατάσταση. Οι συμμετέχοντες εντάσσονταν στη μελέτη εντός 8 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων και λάμβανα το πλάσμα εντός 1 ημέρας από τη στιγμή της τυχαιοποίησης. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν οι νοσηλείες λόγω COVID-19 εντός 28 ημερών μετά τη μετάγγιση πλάσματος. Από τις 3 Ιουνίου 2020 έως την 1η Οκτωβρίου 2021 τυχαιοποιήθηκαν 1225 ασθενείς εκ των οποίων οι 1181 έλαβαν πλάσμα. Συνολικά, 17 από τους 592 (2.9%) ασθενείς που έλαβαν πλάσμα αναρρωσάντων και 37 από τους 589 (6.3%) ασθενείς που έλαβαν πλάσμα από ομάδα ελέγχου νοσηλεύτηκαν λόγω COVID-19 εντός των 28 ημερών παρακολούθησης.
Η διαφορά της τάξης των 3.4 ποσοστιαίων μονάδων ήταν στατιστικά σημαντική και αντιστοιχούσε σε μείωση του σχετικού κινδύνου νοσηλείας κατά 54% με τη χορήγηση πλάσματος αναρρωσάντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι 53 από τους 54 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν ήταν ανεμβολίαστοι και 1 ασθενής που νοσηλεύτηκε ήταν μερικώς εμβολιασμένος. Επομένως, η αποτελεσματικότητα του πλάσματος αναρρωσάντων δεν μπορεί να καθοριστεί για τους εμβολιασμένους ασθενείς. Επιπλέον, δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφάνισαν οι ασθενείς στις δύο ομάδες της μελέτης. Συμπερασματικά, η χορήγηση πλάσματος αναρρωσάντων σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ανεμβολίαστοι έναντι του SARS-CoV-2, εντός 9 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων της νόσου μείωσε τον κίνδυνο επιδείνωσης της νόσου που οδηγεί σε νοσηλεία λόγω COVID-19.