Ζήσης Ψάλλας
Όταν οι αρουραίοι τρέφονται με μια δίαιτα πλούσια σε λιπαρά, αυτό διαταράσσει το "ρολόι" του σώματος στον εγκέφαλό τους που ελέγχει τον κορεσμό της πείνας, οδηγώντας σε υπερβολική κατανάλωση και παχυσαρκία. Αυτό προκύπτει από μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο The Journal of Physiology.
Ο αριθμός των ατόμων με παχυσαρκία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί παγκοσμίως από το 1975. Μόνο στην Αγγλία, το 28% των ενηλίκων είναι παχύσαρκοι και ένα άλλο 36% είναι υπέρβαροι. Η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες άλλες ασθένειες, όπως διαβήτη τύπου 2, καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο και ορισμένους τύπους καρκίνου.
Αυτή η νέα έρευνα μπορεί να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο για μελλοντικές κλινικές μελέτες που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τη σωστή λειτουργία του ρολογιού του σώματος στον εγκέφαλο, ώστε να αποφευχθεί η υπερκατανάλωση της τροφής.
Ιστορικά, πιστεύεται ότι το κύριο "ρολόι" του σώματος βρίσκεται σε ένα μέρος του εγκεφάλου που ονομάζεται υποθάλαμος. Ωστόσο, περαιτέρω έρευνα με τα χρόνια έχει ξεκαθαρίσει ότι κάποιος έλεγχος των καθημερινών ρυθμών του σώματός μας (επίπεδα ορμονών, όρεξη κ.λπ.) βρίσκεται σε άλλα μέρη του εγκεφάλου και του σώματος, συμπεριλαμβανομένης μιας ομάδας νευρώνων που ονομάζεται ραχιαίο πνευμονογαστρικό σύμπλεγμα (DVC: dorsal vagal complex) και βρίσκεται στο εγκεφαλικό στέλεχος. Το ραχιαίο πνευμονογαστρικό σύμπλεγμα έχει αποδειχθεί ότι ελέγχει την πρόσληψη τροφής προκαλώντας κορεσμό.
Η έρευνα έχει δείξει πως όταν υπάρχει παχυσαρκία, οι καθημερινοί ρυθμοί στην πρόσληψη τροφής και η απελευθέρωση ορμονών που σχετίζονται με το φαγητό, αμβλύνονται ή εξαλείφονται. Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν η δυσλειτουργία των κέντρων του εγκεφάλου που ελέγχουν την όρεξη είναι αιτία ή αποτέλεσμα παχυσαρκίας.
Η νέα που διεξήχθη από το Jagiellonian University, στην Κρακοβία, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Bristol, διαπίστωσε ότι μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά στα τρωκτικά, πριν αρχίσουν να παίρνουν βάρος, επέφερε αλλαγές στους καθημερινούς νευρωνικούς ρυθμούς του DVC και την ανταπόκριση αυτών των νευρώνων στις ορμόνες της όρεξης. Έτσι, οι ερευνητές προτείνουν ότι η διαταραχή του DVC οδηγεί σε παχυσαρκία, αντί να είναι αποτέλεσμα του υπερβολικού σωματικού βάρους.
Η έρευνα περιέλαβε σε δύο ομάδες αρουραίων. Μια ομάδα ακολουθούσε διατροφή με λίγες θερμίδες από τα λιπαρά (μόλις το 10% των συνολικών θερμίδων από το λίπος) και μια άλλη ομάδα ακολουθούσε μια διατροφή με πολλά λιπαρά (το 70% των συνολικών θερμίδων από το λίπος). Οι ερευνητές έδωσαν αυτές τις δίαιτες σε έφηβους αρουραίους ηλικίας 4 εβδομάδων και παρακολούθησαν την πρόσληψη της τροφής τους για όλο το 24άρωρο επί τέσσερις συνεχόμενες εβδομάδες.
«Τα αποτελέσματά μας μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον κιρκάδιο έλεγχο του κορεσμού από το εγκεφαλικό στέλεχος και τη δυσλειτουργία του υπό δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά», έγραψαν οι ερευνητές.
Ενώ το εγκεφαλικό στέλεχος του ανθρώπου και του ποντικού μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, ο κύριος περιορισμός της μελέτης για την άμεση μετάφρασή του στους ανθρώπους είναι ότι πραγματοποιήθηκε σε νυκτόβια ζώα (αρουραίους). Η κορύφωση της δραστηριότητας του DVC παρατηρήθηκε στο τέλος της ημέρας, η οποία είναι η φάση ανάπαυσης για τα τρωκτικά, αλλά ενεργή φάση για τους ανθρώπους.
Ο Δρ. Lukasz Chrobok, πρώτος συγγραφέας της μελέτης είπε: «Είμαι ενθουσιασμένος με αυτήν την έρευνα λόγω των δυνατοτήτων που ανοίγει για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου προβλήματος της παχυσαρκίας. Ακόμα δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα χρονικά στοιχεία που μπορούν να επαναφέρουν ή να συγχρονίσουν το ρολόι του εγκεφαλικού στελέχους. Ας ελπίσουμε ότι η αποκατάσταση των καθημερινών ρυθμών σε αυτό το κέντρο κορεσμού πριν ή μετά την εμφάνιση της παχυσαρκίας μπορεί να προσφέρει νέες θεραπευτικές ευκαιρίες».