Κινούμαστε λιγότερο και η διατροφή μας εμπεριέχει, πλέον, περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα και είναι φτωχή σε φυτικές ίνες. Οι αλλαγές αυτές, φαίνεται ότι επιδρούν αρνητικά όχι μόνο στην κινητικότητα του εντέρου, αλλά και στη συνολική υγεία του πεπτικού μας.
Πώς ορίζεται η δυσκοιλιότητα;
Το πρότυπο της κανονικής κένωσης ποικίλλει μεταξύ των ατόμων. Για παράδειγμα οι γαστρεντερολόγοι, θεωρούν κανονικές τις 3-21 κενώσεις την εβδομάδα. Δεν είναι μόνο ο όγκος των κοπράνων ή η συχνότητα της κένωσης που ορίζει τη δυσκοιλιότητα.
Δεν υπάρχει ένας ικανοποιητικός και διεθνώς αποδεκτός ορισμός της δυσκοιλιότητας. Ο όρος «δυσκοιλιότητα» χρησιμοποιείται, περισσότερο, σαν ένας αθροιστικός όρος, με διαφορετικούς ορισμούς και εκδηλώσεις. Ένα άτομο θεωρείται δυσκοίλιο, όταν εμφανίζει δύο ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα, για τρεις ή περισσότερους μήνες:
Μικρή συχνότητα κένωσης (λιγότερες από τρεις την εβδομάδα)
Αξιοσημείωτη δυσκολία αφόδευσης
Αίσθημα ατελούς κένωσης
Κενώσεις που συνοδεύονται από μικρά ή/και σκληρά κόπρανα, με το βάρος τους να είναι μικρότερο από τα 50 γραμμάρια.
Πως μπορώ να αντιμετωπίσω τη δυσκοιλιότητα;
Σύμφωνα με έρευνα του Ελληνικού Ιδρύματος Γαστρεντερολογίας που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας, διαπιστώθηκε ότι το 72% του πληθυσμού, καταφεύγει στη χρήση υπακτικών – καθαρτικών για την άμεση αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας.
Αυτή η πρακτική όμως, ιδιαίτερα στην περίπτωση που είναι παρατεταμένη, μπορεί τελικά να επιτείνει τη δυσκοιλιότητα, να προκαλέσει ακόμη πιο έντονες εκδηλώσεις (αέρια, φούσκωμα, πόνος), καθώς και να οδηγήσει σε δυσαπορροφήσεις θρεπτικών συστατικών και σε διαταραχές στην ισορροπία των ηλεκτρολυτών.
Η χρήση υπακτικών – καθαρτικών αποτελεί δευτερεύουσα επιλογή και θα πρέπει να εφαρμόζεται, μόνο, κατόπιν ιατρικής σύστασης.
Είναι σημαντικό, να σημειώσουμε ότι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας, είναι ο μη φαρμακευτικός και αφορά σε ενθάρρυνση για αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών και υγρών, καθώς και σε αύξηση της φυσικής δραστηριότητας.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια, τα προβιοτικά έχουν εξάρει το ερευνητικό ενδιαφέρον για την ωφέλιμη δράση τους στην υγεία του πεπτικού, η συστηματική τους χρήση, συνδυαστικά με την αυξημένη κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και μη επεξεργασμένων δημητριακών, φαίνεται ότι είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση.
Τι είναι τα προβιοτικά;
Στον εντερικό μας σωλήνα υπάρχει μία τεράστια σειρά βακτηριακών ειδών, τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στην άμυνα του οργανισμού και διασφαλίζουν την καλή λειτουργία του εντέρου.
Τα προβιοτικά είναι «φιλικά» βακτήρια παρόμοια με αυτά που φυσιολογικά κατοικούν στο γαστρεντερικό σύστημα, τα όποια όταν χορηγηθούν σε επαρκείς ποσότητες, επιφέρουν ευεργετικές επιδράσεις στον οργανισμό. Τα βακτηριακά γένη που χρησιμοποιούνται κυρίως ως προβιοτικά είναι τα Lactobacillus και Bifidobacterium.
Τα προβιοτικά συναντώνται σε ζυμωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα και διατίθενται επιπλέον σε μορφή συμπληρωμάτων (προϊόντα ειδικής διατροφής).
Πώς βοηθούν στη δυσκοιλιότητα;
Οι πρώτες παρατηρήσεις για την ωφέλιμη δράση των προβιοτικών στη λειτουργία του εντέρου, ήλθαν στο φως μέσα από έρευνες που αφορούσαν σε πάσχοντες από το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (ή σπαστική κολίτιδα), στους οποίους βρέθηκε, ότι η συστηματική χορήγηση προβιοτικών βελτίωνε τις εναλλαγές στην κινητικότητα του εντέρου (δυσκοιλιότητα ή/ και διάρροια).
Έκτοτε, πολυάριθμες έρευνες καταδεικνύουν ότι τα προβιοτικά, μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας ανεξαρτήτου αιτιολογίας.
Για παράδειγμα, από μελέτες που αφορούν στα βακτηριακά γένη Lactobacillus και Bifidobacterium, φαίνεται ότι, η χορήγηση προβιοτικών στους ενήλικες βελτιώνει τόσο τη συχνότητα της αφόδευσης, όσο και την υφή των κοπράνων.
Αντιστοίχως, στα παιδιά, φαίνεται ότι περιορίζεται η αφόδευση σκληρών κοπράνων, γεγονός που διευκολύνει τις κενώσεις.
Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα που αφορούν σε εγκύους, καθώς, όπως βρέθηκε σε σχετική μελέτη, η χρήση προβιοτικών αύξησε τον αριθμό των κενώσεων ανά εβδομάδα, ανακούφισε από τις επίπονες κενώσεις και βελτίωσε σημαντικά το αίσθημα φουσκώματος και ατελούς κένωσης.
Ο μηχανισμός δράσης των προβιοτικών για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, δεν είναι πλήρως κατανοητός. Πιθανώς, η ευεργετική τους δράση έγκειται στο γεγονός ότι η υπάρξη προβιοτικών στον εντερικό αυλό, διατηρεί χαμηλό το pH του εντέρου.
Αυτό οφείλεται στην παραγωγή από τα βακτήρια, λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου, όπως το βουτυρικό οξύ, το προπιονικό οξύ και το γαλακτικό οξύ. Το χαμηλό pH αυξάνει την περισταλτικότητα του εντέρου και μειώνει το χρόνο κένωσης αυτού.
Τέλος, είναι σημαντικό να γίνει αναφορά και στα πρεβιοτικά, τα οποία ενισχύουν την ωφέλιμη δράση των προβιοτικών. Ως πρεβιοτικά χαρακτηρίζονται τα άπεπτα συστατικά των τροφών (διαιτητικές ίνες), τα οποία ενεργοποιούν επιλεκτικά την ανάπτυξη ή/και την δραστηριότητα των προβιοτικών, καθώς αποτελούν πηγή ενέργειας για τη μικροχλωρίδα του εντέρου.
Τα μόνα πρεβιοτικά για τα οποία υπάρχει επαρκής πληροφόρηση είναι οι φρουκτάνες, όπως η ινουλίνη, η ενζυματικά υδρολυμένη ινουλίνη ή ολιγοφρουκτόζη και οι συνθετικοί φρουκτοολιγοσακχαρίτες.
Οι κυριότερες διατροφικές πηγές αυτών των ολιγοσακχαριτών είναι το σιτάρι, τα κρεμμύδια, οι μπανάνες, το σκόρδο και τα πράσα.
Συμπερασματικά τα προβιοτικά αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας. Επειδή, όμως, το «προλαμβάνειν» είναι προτιμότερο του «θεραπεύειν», τα προβιοτικά μπορούν να αποτελέσουν συνάμα και ένα χρήσιμο εργαλείο αποτροπής πολλών διαταραχών του πεπτικού.
Πηγή: mednutrition.gr