Τα λούπινα προσφέρουν άφθονες πρωτεΐνες

 
Στροφή στα λούπινα για την κάλυψη των αναγκών σε ζωοτροφές προτείνουν επιστήμονες, που τα συνιστούν ακόμα και σε ανθρώπους, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες.


Τη χρήση του λούπινου ως εναλλακτική καλλιέργεια στην Ελλάδα διερεύνησαν σε εργασία τους οι Σ.Λεοντόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Α.Φώσκολος και Κ.Πετρωτός, με επικεφαλής τον καθηγητή του Τμήματος Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας Χρήστο Μακρίδη.

«Με την καλλιέργεια του λούπινου, που είναι αυτοφυές στη χώρα μας, μπορούμε να καλύψουμε, με μικρό κόστος, τις ανάγκες σε πρωτεΐνες που απαιτούνται στις ζωοτροφές και να περιορίσουμε τις εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων» εξήγησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Μακρίδης. Παράλληλα, η εναλλακτική αυτή καλλιέργεια μπορεί να αξιοποιήσει όξινα εδάφη και να λειτουργήσει ως εδαφοβελτιωτικό εξαιτίας την αζωτοδέσμευσης.

«Χώρες της Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Γερμανία έχουν μια αυξητική τάση στην καλλιέργεια του λούπινου και αναρωτιέμαι, γιατί όχι και η Ελλάδα που έχει το κατάλληλο περιβάλλον και μπορεί να αποτελέσει μια οικονομική λύση για τον πρωτογενή τομέα» ανέφερε ο κ.Μακρίδης διευκρινίζοντας ότι το φυτό δεν είναι απαιτητικό σε καλλιεργητικές φροντίδες, εισροές λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικά προϊόντα και – κυρίως – αξιοποιεί φτωχά και άγονα εδάφη.

Διακοσμητικό φυτό αλλά και με μεγάλη θρεπτική αξία

Το λούπινο περιλαμβάνει περίπου 300 είδη ετήσια και πολυετή, διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο. Κάποια είδη λούπινου καλλιεργούνται μόνο ως διακοσμητικά φυτά μιας και τα άνθη τους απαντώνται σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, όπως το λευκό (L. Albus) που καλλιεργείται στην Ελλάδα, το κίτρινο (L. luteus), το κυανό (L. angustifolius), το λούπινο των Άνδεων(L. mutabilis), το δενδρώδες και το πολύφυλλο.

Τα λούπινα, όπως λέει ο καθηγητής, από τους αρχαίους χρόνους καλλιεργούνταν για ποικιλία χρήσεων, όπως για τη βελτίωση των συστατικών του εδάφους, για τη βόσκηση των ζώων, την κατανάλωση από τους ανθρώπους και για διάφορες θεραπευτικές χρήσεις. Οι Ρωμαίοι αποπίκραιναν τα λούπινα σε αλμυρό νερό και τα πουλούσαν στους δρόμους, οι Ισπανοί στο «Νέο Κόσμο» παρατήρησαν ότι και οι λαοί των Άνδεων καλλιεργούσαν λούπινα και στην Ευρώπη, τα κίτρινα λούπινα, αναπτύχθηκαν ευρέως στα αμμώδη, όξινα εδάφη.

Το μόνο μειονέκτημα του λούπινου είναι η λουπινίνη (lupinine), η οποία μπορεί να προκαλέσει στα βόσκοντα ζώα τη λουπίνωση, που εκδηλώνεται με συμπτώματα διάρροιας, γενικής καταπτώσης και ίκτερο. Η λουπινίνη βρίσκεται στα φύλλα, στον κορμό, στους σπόρους και στις ρίζες και περιορίζει την χρήση του λούπινου στη διατροφή των ζώων και του ανθρώπου.

«Οι καινούργιες όμως ποικιλίες περιέχουν μειωμένες συγκεντρώσεις της λουπινίνης, καθώς με γενετικές βελτιώσεις επιτυγχάνεται η μείωσή της σε ελάχιστα ποσοστά» εξήγησε ο κ.Μακρίδης. Όσον αφορά την χρήση των καρπών στην ανθρώπινη διατροφή, επειδή βγάζουν μια πικράδα, συνηθίζεται να ακολουθούνται διάφοροι τρόποι «ξεπικρίσματος», όπως στα κουκιά.

«Πάντως, στην Ελλάδα, τα καταναλώνουν ακόμα, σε διάφορες περιοχές όπως στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Λακωνία λόγω της καλής διατροφικής ποιότητας, αφού πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε πρωτεΐνη» τόνισε ο κ. Μακρίδης συμπληρώνοντας ότι βοηθούν και στην ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα ζυμαρικά, τα πατατάκια, το ψωμί, τα μπισκότα και το κέικ.

Η πτωτική πορεία της καλλιέργειας του λούπινου άρχισε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ο καθηγητής, παρατηρείται μια μικρή αύξηση στην καλλιέργεια και στην παραγωγή.

«Είναι μια καλή λύση για τον περιορισμό των εισαγωγών σόγιας, για την αξιοποίηση των όξινων εδαφών αλλά και για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών» καταλήγει προτείνοντας την επαναφορά του λούπινου στα τραπέζια μας. Άλλωστε, οι φυτικές ίνες που περιέχει ο πυρήνας των γλυκών λούπινων, αντιπροσωπεύουν το 40% του βάρους του, αποτελώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα άλλα όσπρια.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *