Η ψυχογενής βουλιμία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια πρόσληψης μεγάλων ποσοτήτων τροφής, τα οποία συνοδεύονται από την αίσθηση έλλειψης ελέγχου. Μεγάλη ποσότητα τροφής καταναλώνεται γρήγορα και το άτομο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να σταματήσει να τρώει ή να ελέγξει τι και πόσο τρώει.
Τα φαγητά που καταναλώνει είναι πλούσια σε θερμίδες, συνήθως γλυκά και ήπιας υφής λιχουδιές όπως σοκολάτες, κουλουράκια, παγωτά, κέικ, κ.α. Όρθιο, μπροστά στο ψυγείο, στο ντουλάπι ή στην τηλεόραση, τρώει ακόμα και αμάσητες τις τροφές, γρήγορα, κρυφά και ακατάπαυστα. Η παρόρμηση αυτή σταματά με κοινωνική διατάραξη, αν πχ. εμφανιστεί κάποιο άτομο τη στιγμή του επεισοδίου, ή με σωματική δυσφορία όπως πχ. κοιλιακό πόνο ή εμέτους ακολουθούμενα από αισθήματα ενοχής, κατάθλιψη και αυτο-αποστροφή.
Το άτομο επίσης εμφανίζει αντιρροπιστικές συμπεριφορές, όπως κάθαρση με προκλητούς εμετούς, επαναλαμβανόμενη χρήση υπακτικών ή διουρητικών (καθαρτικός τύπος), νηστεία ή υπερβολική άσκηση (μη καθαρτικός τύπος) για να αποτρέψει την απόκτηση βάρους. Αντίθετα με τους ανορεκτικούς ασθενείς, μπορεί να διατηρούν φυσιολογικό βάρος. Άλλο ένα χαρακτηριστικό είναι η επιμένουσα αυτοκριτική που επηρεάζεται υπερβολικά από το σχήμα και το βάρος του σώματος. Τα επεισόδια μαζί με αυτές τις συμπεριφορές θα πρέπει να εμφανίζονται κατά μέσο όρο 2 φορές εβδομαδιαίως επί τρεις μήνες τουλάχιστον ώστε να μπορούμε να μιλάμε για διαταραχή.
Παρότι η ψυχογενής βουλιμία συχνά θεωρείται σύμπτωμα της ψυχογενούς ανορεξίας, μπορεί να αποτελέσει ξεχωριστή διαταραχή πρόσληψης τροφής. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι παρατηρείται συχνότερα σε νεαρές γυναίκες φυσιολογικού βάρους ή ελαφρά υπέρβαρες και σε συχνότητα 2-4% στους εφήβους και συγκριτικά με την ανορεξία τοποθετείται μεταγενέστερα στην εφηβεία ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή.
Η διαταραχή εμφανίζεται συνήθως σε φυσιολογικού βάρους νέες γυναίκες και μερικές φορές υποκρύπτεται ιστορικό παχυσαρκίας. Κάποιοι ασθενείς είναι είτε υπέρβαροι, είτε λιπόβαροι και από το ιστορικό τους αποκαλύπτονται υπερβολική όρεξη και διαμάχες στη διάρκεια των γευμάτων. Σημαντικό να αναφέρουμε πως η ψυχογενής βουλιμία εμφανίζεται σε ασθενείς με αυξημένη συχνότητα διαταραχών διάθεσης και ελέγχου των παρορμήσεων, διαταραχές προσωπικότητας και διαταραχών άγχους.
Αιτιοπαθογένεια: Αν και τα αίτια συνεχίζονται να είναι υπό έρευνα, σύγχρονες μελέτες δείχνουν ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου. Σε αυτά είναι το οικογενειακό ιστορικό (οποιαδήποτε διαταραχή πρόσληψης τροφής, κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών, ειδικά αλκοόλ, παχυσαρκία), τραυματικές εμπειρίες (κακή σχέση με γονείς -υψηλές προσδοκίες- κακή επαφή, σεξουαλική κακοποίηση, συνεχής δίαιτα στην οικογένεια, επικριτικά σχόλια για το φαγητό, το σχήμα ή το βάρος από την οικογένεια ή από άλλους, συνεχής πίεση για λεπτή σιλουέτα), χαρακτηριστικά προσωπικότητας (χαμηλή αυτοπεποίθηση, αγχώδης προσωπικότητα, παχυσαρκία και πρώιμη έμμηναρχή).
Βιολογικοί παράγοντες σχετίζονται μετά από έρευνες που συνδέουν την υπερφαγία και την κάθαρση με διάφορους νευροδιαβιβαστές. Τα επίπεδα ενδορφινών (ουσίες στον οργανισμό που «ανεβάζουν» τη διάθεση) αυξάνονται με εμετούς οδηγώντας στην πιθανότητα ότι το αίσθημα ευεξίας μετά από εμετό, που βιώνουν ορισμένοι από τους ασθενείς, να οφείλεται στα αυξημένα επίπεδα ενδορφινών και έτσι δημιουργείται ένα κίνητρο ώστε αυτή η συμπεριφορά να επαναληφθεί. Αναφορά γίνεται στις σχέσεις των οικογενειών των ασθενών με βουλιμία όπου είναι λιγότερο στενές και με μεγαλύτερες συγκρούσεις απ’ ό,τι των αρρώστων με ανορεξία και συνήθως περιγράφονται ως αδιάφορες και απορριπτικές.
Αναλύοντας τους χαραχτηριολογικούς παράγοντες, οι βουλιμικοί έχουν δυσκολίες στις απαιτήσεις της εφηβείας, είναι εξωστρεφείς, θυμωμένοι και παρορμητικοί. Η διάθεση τους είναι ευμετάβλητη, μπορεί να πίνουν ή να καπνίζουν πολύ. Δυσκολεύονται με τους αποχωρισμούς γι’ αυτό στρέφονται στο σώμα τους που το γεμίζουν μεταφορικά και κυριολεκτικά με φαγητό.
Συνέπειες: O κλινικός θα πρέπει να ζητάει εργαστηριακές εξετάσεις διότι οι συνεχείς κύκλοι υπερφαγίας και κάθαρσης μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια ηλεκτρολυτών και αστάθεια στους βιοχημικούς δείκτες του σώματος. Κατά κανόνα παρουσιάζουν υπομαγνησιαιμία και υπεραμυλασαιμία και αυτά κατά συνέπεια μπορούν να επηρεάσουν με τη σειρά τους τόσο την καρδιά, όσο και τις λειτουργίες άλλων ζωτικών οργάνων του σώματος.
Πιθανά επίσης είναι η φλεγμονή του οισοφάγου και η φθορά των δοντιών από τα όξινα γαστρικά υγρά λόγω των συχνών εμετών καθώς κι η χρόνια, ακανόνιστη εντερική δραστηριότητα και δυσκοιλιότητα λόγω της κατάχρησης καθαρτικών.
Θεραπεία: Η θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας συνίσταται σε ποικιλία παρεμβάσεων από παθολόγο, ειδικό ψυχικής υγείας και κατόπιν διατροφολόγο. Λόγω της συννοσηρότητας με διαταραχές της διάθεσης, του άγχους και της προσωπικότητας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και αυτές στο θεραπευτικό πλάνο. Η μορφή, που θα πάρει η θεραπεία αυτή προσαρμόζεται πάντα στις ανάγκες του ατόμου.
Ενθαρρύνεται η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, έχοντας καλά αποτελέσματα, με στόχο τις νοσηρές συμπεριφορές που περιβάλλουν και οδηγούν στα επεισόδια υπερφαγίας, και γίνεται απευαισθητοποίηση των συναισθημάτων πριν από αυτά. H αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς είναι η βάση για όλη τη θεραπεία. Οι τροφές δεν πρέπει να κατατάσσονται σε κακές και καλές, ενώ οι εξαντλητικές δίαιτες αποφεύγονται , από τη στιγμή που ο ασθενής δεν μπορεί να ελέγξει την παρόρμησή του να φάει.
Όταν η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά ελεγχθεί και το άγχος υποχωρήσει, μπορεί πλέον ο ασθενής να ακολουθήσει κάποια δίαιτα. Πρέπει να σημειωθεί, πως η νοσηλεία μπορεί να κριθεί απαραίτητη σε περιπτώσεις σοβαρών μεταβολικών διαταραχών και η φαρμακευτική αγωγή απαραίτητη σε ιδιαίτερα δύσκολους κύκλους υπερφαγίας-κάθαρσης που δεν ανταποκρίνονται στην ψυχοθεραπεία. Θα πρέπει να συνυπάρχει υπομονή και δέσμευση τόσο από τη θεραπευτική ομάδα όσο και από το θεραπευόμενο άτομο και την οικογένεια του, διότι τα αποτελέσματα δεν θα είναι άμεσα αλλά θα φαίνονται σταδιακά μέσα σε λίγους μήνες.
Πηγή: nutrimed.gr