Οι ποσοτικές δοκιμές δείχνουν ότι η μειωμένη λειτουργία της οσμής είναι ένας σημαντικός δείκτης για σοβαρή λοίμωξη από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Φόρουμ Αλλεργίας και Ρινολογίας.
Ο Shima T. Moein από το Ινστιτούτο Έρευνας για τις Θεμελιώδεις Επιστήμες στην Τεχεράνη, του Ιράν, και οι συνεργάτες του δοκίμασαν ένα τεστ που ανέπτυξε το University of Pennsylvania και ονομάζεται UPSIT (University of Pennsylvania Smell Identification Test), μια επικυρωμένη δοκιμή 40 οσμών, σε 60 ασθενείς με COVID -19 για να αξιολογήσουν το μέγεθος και τη συχνότητα της οσφρητικής τους δυσλειτουργίας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 98% των ασθενών με COVID-19 εμφάνισαν κάποια δυσλειτουργία οσμής (μέση βαθμολογία UPSIT, 20,98 έναντι 34,10 στους μάρτυρες, P <0,0001).
Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (58%) ήταν πλήρως ανοσμικοί (25%) ή σοβαρά ανοσμικοί (33%). Το 27% εμφάνισε μέτρια μείωση της λειτουργίας της οσμής και το 13% ήπια μείωση. Μόνο ένας ασθενής (2%) είχε κανονική οσμή.
Οι ασθενείς εμφάνισαν ελλείμματα και στις 40 οσμές UPSIT. Οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των αποτελεσμάτων των δοκιμών και του φύλου, της σοβαρότητας της νόσου ή των συννοσηροτήρων
Οι ποσοτικές δοκιμές οσμής δείχνουν ότι η μειωμένη λειτουργίας της οσμής, αλλά όχι πάντα η ανοσμία, είναι ένας σημαντικός δείκτης για τη μόλυνση από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 και υποδηλώνει την πιθανότητα ότι το τεστ της οσμής μπορεί να βοηθήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις και να εντοπίσει ασθενείς με COVID-19 που χρειάζονται πρώιμη θεραπεία ή καραντίνα, έγραψαν οι ερευνητές.
Ένας συγγραφέας ανέφερε οικονομικούς δεσμούς με τη βιομηχανία φαρμακευτικών και ιατρικών συσκευών, συμπεριλαμβανομένης της Sensonics International η οποία κατασκευάζει και διανέμει το τεστ οσμής που χρησιμοποίησε η μελέτη.