Θάνος Ξυδόπουλος
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Monash ανακάλυψαν ότι το καταστροφικό βακτηριακό superbug Clostridioides difficile (πρώην Clostridium difficile) ή C. diff λεηλατεί το σύστημα επούλωσης των πληγών του ανθρώπου προκειμένου να προκαλέσει σοβαρές και επίμονες ασθένειες.
Το Clostridioides difficile είναι η πιο κοινή νοσοκομειακή νόσος και προκαλεί επίμονες και απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις του εντέρου, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Η λοίμωξη από C. diff (ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα) εμφανίζεται συνήθως μετά από αντιβιοτική θεραπεία ή μετά από μία νοσηλεία, σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα. Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα παρουσιάζει συχνές υποτροπές και αυτό καθιστά δύσκολη τη θεραπεία των ασθενών που υποφέρουν από τη νόσο.
Μια ερευνητική ομάδα που εδρεύει στο Monash Biomedicine Discovery Institute (BDI) διαπίστωσε ότι το C. difficile ενεργοποιεί μαζικά ένα ανθρώπινο ένζυμο που ονομάζεται πλασμινογόνο (plasminogen) προκειμένου να καταστρέψει τον εντερικό ιστό και να διαδώσει τη λοίμωξη παντού στον ασθενή. Συνήθως, το πλασμινογόνο και η δραστική του μορφή πλασμίνη, αναπτύσσεται με πολύ ελεγχόμενο τρόπο για να διασπάσει τον ιστό ουλής και να βοηθήσει τις πληγές να επουλωθούν.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματά τους, οι ερευνητές αποφάσισαν να διερευνήσουν εάν ισχυρά αντισώματα που αναπτύχθηκαν από την ομάδα και ανέστειλαν το σύστημα πλασμινογόνου / πλασμίνης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της νόσου.
Οι ερευνητές στοχεύουν τώρα να εμπορευματοποιήσουν τα αντισώματά τους για να θεραπεύσουν μια σειρά από βακτηριακές και φλεγμονώδεις ασθένειες.
Ένα πλεονέκτημα της στόχευσης μιας ανθρώπινης πρωτεΐνης σε μια μολυσματική ασθένεια είναι ότι η ανθεκτικότητα στη θεραπεία είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβεί.
Το C. diff παράγει σπόρους (κύτταρα σε λανθάνουσα μορφή που μπορούν να επιβιώσουν σε αντίξοες συνθήκες για παρατεταμένη διάρκεια) οι οποίοι μολύνουν το περιβάλλον. Οι σπόροι είναι αρκετά ανθεκτικοί στις τυπικές μεθόδους καθαρισμού και δεν απομακρύνονται εύκολα. Ωστόσο, το προσεκτικό πλύσιμο των χεριών, η απομόνωση των ασθενών που έχουν μολυνθεί με το μικρόβιο και η χρήση καθαριστικών παραγόντων που μπορούν να καταστρέψουν τους σπόρους του C. diff συνιστούν αποτελεσματικούς τρόπους για την πρόληψη της μετάδοσης του βακτηρίου.
Τα αντιβιοτικά που χορηγούνται συχνότερα για την αντιμετώπιση της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας είναι η βανκομυκίνη και η φιδαξομικίνη.