Το σπλαχνικό λίπος είναι αυτό που περιβάλλει τα όργανα του σώματος στην κοιλιακή περιοχή και έχει συνδεθεί με υψηλότερα ποσοστά καρδιομεταβολικής νόσου, σε αντίθεση με το υποδόριο λίπος που είναι πιο αδρανές.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο μελέτησαν τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και ορισμένων δεικτών σωματικής σύνθεσης σε πάνω από 12.000 ενήλικες (ηλικίας 30 έως 65 ετών) που συμμετείχαν στη μελέτη Fenland.
Η μελέτη Fenland είναι μια πληθυσμιακή μελέτη ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο που πραγματοποιήθηκε από το 2005 και 2015.
Οι καθημερινές μερίδες των διαφόρων γαλακτοκομικών προϊόντων αξιολογήθηκαν από τα ερωτηματολόγια συχνότητας φαγητού. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν σαρώσεις ακτίνων Χ διπλής ενέργειας και υπέρηχοι για τη μέτρηση της σύστασης του σώματος των συμμετεχόντων. Αυτοί οι δείκτες περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την αναλογία του σπλαχνικού λίπους προς στον υποδόριο λιπώδη ιστό.
Η κατανάλωση των γαλακτοκομικών προϊόντων συνολικά αλλά και αυτών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, δεν συσχετίστηκαν με κανένα δείκτη σωματικής σύνθεσης, όταν ελήφθησαν υπόψη και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία.
Οι επιστήμονες βρήκαν όμως ότι το ελαφρύ γάλα συνδέεται με λιγότερο σπλαχνικό λίπος.
Συγκεκριμένα, τα ευρήματα έδειξαν ότι η κατανάλωση ενός ποτηριού γάλακτος χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά την ημέρα συνδέεται με υψηλότερη άλιπη μάζα σώματος (330 γραμμάρια κατά μέσο όρο).
Δεν διαπιστώθηκε κάτι ανάλογο με άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα όπως π.χ. το γιαούρτι, το τυρί, το βούτυρο ή το παγωτό.
Οι συντάκτες είπαν ότι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα υποδεικνύουν έναν πιθανό τρόπο με τον οποίο τα χαμηλά λιπαρά στο γάλα συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο μεταβολικών διαταραχών που σχετίζονται με την παχυσαρκία: το σπλαχνικό λίπος σε σχέση με το υποδόριο λίπος και την άλιπη μάζα του σώματος.
Η μελέτη δεν μπορεί να δείξει μια αιτιώδη συσχέτιση. Οι ερευνητές σκοπεύουν να διεξάγουν περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματα σε μελλοντικές αναλύσεις.
Η έρευνα παρουσιάστηκε στη ετήσια Συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Λισαβόνα.