Θάνος Ξυδόπουλος
Μια θεωρία, που αναπτύχθηκε από τον εξελικτικό επιδημιολόγο Paul Ewald, υποδηλώνει ότι όσο πιο θανατηφόρο είναι το μικρόβιο, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να εξαπλωθεί. Εάν τα θύματα πεθαίνουν γρήγορα τότε δεν μπορούν να διαδώσουν εύκολα τη μόλυνση. Όπως και η παλαιότερη συμβατική σοφία, η θεωρία αυτή αναγνωρίζει ότι πολλά μικρόβια θα εξελιχθούν σε λιγότερο μολυσματικά καθώς κυκλοφορούν και προσαρμόζονται στον ανθρώπινο πληθυσμό.
Αλλά η θεωρία του Ewald προτείνει επίσης ότι όλα τα μικρόβια έχουν τις δικές τους στρατηγικές για να εξαπλωθούν και ορισμένες από αυτές επιτρέπουν τη διατήρηση υψηλής μεταδοτικότητας και θνητότητας.
Η ανθεκτικότητα στο περιβάλλον είναι μια τέτοια στρατηγική. Ο ιός Variola, ο οποίος προκαλεί την ευλογιά, είναι πολύ ανθεκτικός στο εξωτερικό περιβάλλον και μπορεί να επιφέρει υψηλό ποσοστό θανάτου 10-40%. Μερικές θανατηφόρες λοιμώξεις εξαπλώνονται από ψύλλους, ψείρες, κουνούπια ή κρότωνες. Άλλες ασθένειες όπως η χολέρα εξαπλώνονται και μέσω του νερού.
Αυτές οι στρατηγικές ενδέχεται να αποτρέψουν την ολίσθηση ενός μικροβίου προς μειωμένη μολυσματικότητα.
Oι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει αλλαγές προς την κατεύθυνση της αυξημένης μεταδοτικότητας, αλλά όχι της χαμηλότερης μολυσματικότητας. Μια ομάδα με επικεφαλής την Bette Korber, υπολογιστική βιολόγος στο Εθνικό Εργαστήριο του Los Alamos, δημοσίευσε μια μελέτη στο περιοδικό Cell, τον Ιούλιο, που έδειχνε ότι μια μετάλλαξη, γνωστή ως D614G δεν υπήρχε στο αρχικό στέλεχος που εμφανίστηκε στην Κίνα. Η Korber και η ομάδα της πρότειναν ότι, με βάση την έρευνά τους -που διεξήχθη σε καλλιεργούμενα κύτταρα- το νέο στέλεχος φαινόταν να είναι πιο μολυσματικό από το αρχικό. Οι μελέτες κυτταρικής καλλιέργειας όμως δεν είναι σε θέση να αναπαράγουν τις πολυπλοκότητες της πραγματικής ζωής. Aυτό το νέο στέλεχος D614G είναι τώρα η πανδημία. Η σχεδόν πλήρης αντικατάσταση του αρχικού στελέχους υποδηλώνει ότι η φυσική επιλογή προς αυξημένη μεταδοτικότητα ανέλαβε δράση.
Οι επιστήμονες που πιστεύουν ότι η υψηλή μεταδοτικότητα συχνά σχετίζεται με χαμηλότερη μολυσματικότητα περιμένουν ο SARS-CoV-2 να εξελιχθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα, όμως, δεν έχει παρατηρηθεί κάτι τέτοιο. Γίνεται λόγος για ενδεχόμενη μείωση της θνησιμότητας αλλά δεν υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Τα άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV-2 φαίνονται ικανά να μολύνουν άλλους πριν εμφανίσουν συμπτώματα. Αυτός ο πονηρός τρόπος εξάπλωσης κάνει την εξέλιξη προς τη χαμηλότερη μολυσματικότητα πιο απίθανη.