Οι ιατρικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια στον τομέα της αντιμετώπισης και διαχείρισης των αυτοάνοσων νοσημάτων έχουν δώσει τη δυνατότητα στους θεράποντες ιατρούς να αξιοποιούν μια σειρά θεραπευτικών επιλογών, που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας, αλλά και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει καλή και τακτική επικοινωνία μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Αυτό προϋποθέτει ότι οι ασθενείς θα περιγράφουν αναλυτικά τα συμπτώματα που εμφανίζουν στον γιατρό τους και, μέσω αυτής της αμφίδρομης διαδικασίας, από κοινού να καταλήγουν στην καταλληλότερη αγωγή. Για τους ασθενείς όμως που πάσχουν από ψωριασική αρθρίτιδα, μια χρόνια, φλεγμονώδη ρευματική νόσο, η οποία προσβάλλει ποσοστό ως 40% των ασθενών που έχουν διαγνωστεί με ψωρίαση, φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικές ακάλυπτες ανάγκες ως προς την εγκατάσταση και διατήρηση καλής επικοινωνίας με τον γιατρό τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα της ψωριασικής αρθρίτιδας είναι τόσο μυοσκελετικά (π.χ. περιφερική αρθρίτιδα, δακτυλίτιδα, ενθεσίτιδα και σπονδυλίτιδα), όσο και δερματολογικά (ψωρίαση στο δέρμα και τα νύχια). Χωρίς την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση, η νόσος μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες και μόνιμες, μη αναστρέψιμες παραμορφώσεις στις αρθρώσεις, προκαλώντας έντονα προβλήματα στη λειτουργικότητα, αλλά και τον ψυχισμό των ασθενών.
Η σπουδαιότητα της σωστής επικοινωνίας ιατρού-ασθενούς στην ψωριασική αρθρίτιδα αποτυπώθηκε σε πρόσφατη μελέτη βασισμένη σε παγκόσμια διαδικτυακή έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος 1.286 ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα, εκ των οποίων οι 983 είχαν ως θεράποντα ιατρό ρευματολόγο ενώ οι υπόλοιποι δερματολόγο. Παράλληλα, στις ερωτήσεις της έρευνας απάντησε και μεγάλος αριθμός ιατρών (795 ρευματολόγοι και 758 δερματολόγοι).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, στην πλειονότητά τους οι ασθενείς, ανεξάρτητα από την ειδικότητα του ιατρού που είχε την κύρια ευθύνη για τη θεραπεία τους, ανέφεραν ότι η ψωριασική αρθρίτιδα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής τους ζωής. Συγκεκριμένα, ποσοστό άνω του 80% απάντησαν ότι η νόσος έχει αντίκτυπο στην κοινωνική (84% των ασθενών από ρευματολόγο και 81% των ασθενών από δερματολόγο) και την εργασιακή τους ζωή (81% και 80%, αντίστοιχα). Επίσης, οι περισσότεροι ασθενείς ανέφεραν σημαντική ή μέτρια αρνητική επίδραση στη φυσική τους δραστηριότητα (79% και 74%, αντίστοιχα) και στη συναισθηματική και ψυχική τους κατάσταση (69% και 68%, αντίστοιχα).
Οι αντίστοιχες απαντήσεις των ιατρών ήταν σε γενικές γραμμές σε συμφωνία με εκείνες των ασθενών, ωστόσο ήταν ενδιαφέρον πως οι ιατροί φάνηκε συχνά να μην καταφέρνουν να αναγνωρίσουν τον βαθμό, στον οποίο η νόσος επηρεάζει τους ασθενείς τους. Συγκεκριμένα, ενώ το 85% του συνόλου των συμμετεχόντων (ιατρών και ασθενών) στην έρευνα δήλωσαν πολύ ή αρκετά ικανοποιημένοι από την επικοινωνία με τον ασθενή ή ιατρό, αντίστοιχα, και το 86% των ασθενών ανέφερε ότι αισθάνεται άνετα να μοιραστεί τις ανησυχίες και τους φόβους του με τον γιατρό του, αναγνωρίστηκε επιπλέον ένα ποσοστό ασθενών ως 40%, το οποίο φάνηκε να «διατρέχει κίνδυνο» μη καλής επικοινωνίας με τον ιατρό του.
Οι συγκεκριμένοι ασθενείς ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερη πιθανότητα να αναφέρουν τα συμπτώματά στο γιατρό τους, ακόμη κι αν τους ζητηθεί. Επίσης, ένιωθαν λιγότερο άνετα να συζητήσουν τις επιπτώσεις της ψωριασικής αρθρίτιδας με τον γιατρό τους, ενώ ήταν πιο πιθανό να δηλώσουν σημαντικές ή μέτριες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία τους. Αυτή η δυσκολία στην επικοινωνία μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στη θεραπευτική διαδικασία και να εμποδίσει τη χορήγηση της κατάλληλης αγωγής, με την οποία μπορεί να επιτευχθεί έλεγχος της νόσου (περιορισμός ή και εξαφάνιση των συμπτωμάτων), εξασφαλίζοντας μία φυσιολογική καθημερινότητα στους ασθενείς.
Συμπερασματικά, η έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη θεραπευτική αγωγή αποτελούν κλειδί για τη ρύθμιση και σωστή διαχείριση της ψωριασικής αρθρίτιδας. Ωστόσο, πριν απ’ όλα ο ασθενής χρειάζεται να είναι αποφασισμένος να συζητήσει το πρόβλημα που βιώνει, να περιγράψει αναλυτικά τα συμπτώματα που εμφανίζει, αλλά και συνολικά τον τρόπο που η νόσος επηρεάζει την καθημερινότητά του. Από την άλλη πλευρά, οι γιατροί οφείλουν να διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο για να «ακούσουν» τους ασθενείς τους, γιατί ο αντίκτυπος μιας χρόνιας νόσου υπερβαίνει την απλή παράθεση συμπτωμάτων. Προς τον σκοπό αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναπτυχθούν νέοι δρόμοι επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς, προκειμένου να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα ως προς τη συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με ψωριασική αρθρίτιδα.
Αντώνης Φανουριάκης
Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας-Ρευματολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ