Οι ιατρικές ανακαλύψεις συχνά ξεκινούν με ένα ατύχημα…
Ήταν Μάιος του 1999, όταν τρεις νέοι γιατροί, η Anna Bågenholm, ο Torvind Næsheim και η Marie Falkenberg, αποφάσισαν να πάνε για σκι εκτός πίστας στα βουνά Kjolen της βόρειας Νορβηγίας, κοντά στην πόλη Narvik.
Και οι τρεις ήταν δεινοί σκιέρ.
Κάποια στιγμή, ενώ κατέβαιναν μια σκιερή ρεματιά σε ένα σημείο που γνώριζαν πολύ καλά, η Anna που βρισκόταν ήδη αρκετά μπροστά από τους υπόλοιπους ξαφνικά έχασε τον έλεγχο…
Ο Torvind και η Marie την παρακολουθούσαν από μακριά να γλιστράει επάνω σε ένα παχύ στρώμα πάγου που κάλυπτε ένα ρυάκι, μέχρι που βρέθηκε μέσα στο παγωμένο νερό.
Το κεφάλι και το στήθος της παγιδεύτηκαν κάτω από την παγωμένη επιφάνεια. Τα ρούχα της βράχηκαν, με αποτέλεσμα το έξτρα βάρος να την τραβά πιο βαθιά, παρασέρνοντάς την ακόμη πιο μέσα κάτω από τον πάγο.
Οι δύο φίλοι της έφτασαν κοντά της ακριβώς τη στιγμή λίγο πριν χαθεί ολόκληρη και προσπάθησαν να τη συγκρατήσουν, αρπάζοντάς την από τις μπότες του σκι.
Η Anna ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι της να κοιτάζει προς τα πάνω, ενώ το στόμα και η μύτη της ήταν έξω από το νερό, προσπαθώντας να πάρει αέρα. Πάλευε να κρατηθεί μέσα στο παγωμένο νερό.
Και οι τρεις γνώριζαν ότι κάθε λεπτό που περνούσε ήταν κρίσιμο.
Η Anna ήταν παγιδευμένη: τα ρούχα της βρεγμένα με παγωμένο νερό, ενώ το ρεύμα έριχνε κι άλλο τη θερμοκρασία του σώματός της. Ο Torvind κάλεσε σε βοήθεια από το κινητό του τηλέφωνο και γύρισε για να φροντίσει την Anna ελπίζοντας ότι οι ομάδες διάσωσης δεν θα αργούσαν να φτάσουν…
Σαράντα λεπτά μετά οι απεγνωσμένες κινήσεις της Anna σταμάτησαν και το σώμα της έμεινε ακίνητο. Η υποθερμία, ικανή να προκαλέσει αναισθησία στον εγκέφαλό της, μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σταματήσει.
Πέρασαν ακόμη 40 λεπτά μέχρι να φτάσουν οι διασώστες, οι οποίοι κατάφεραν να σπάσουν τον πάγο με ένα μυτερό φτυάρι.
Η Anna είχε παραμείνει μέσα στο παγωμένο νερό 80 λεπτά και όταν απελευθερώθηκε το σώμα της από τον πάγο ήταν μπλε.
Είχε σταματήσει να αναπνέει και δεν είχε σφυγμό.
Αυτό που ακολούθησε οι ειδικοί το ονομάζουν «downtime». Πρόκειται για το διάστημα από τη στιγμή που εμφανίζεται η καρδιακή ανακοπή μέχρι το σημείο στο οποίο μπορεί να αποκατασταθεί η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή.
Μέσα σε αυτό το διάστημα, ξεκινά η διαδικασία του θανάτου. Πριν από αυτό, υπάρχει το λεγόμενο στάδιο της «κατάρρευσης/συντριβής» (crash). Αν έχει συμβεί αυτό, οι διαδικασίες που κρατούν έναν άνθρωπο στη ζωή έχουν σταματήσει να λειτουργούν.
Όταν ξεκίνησε η προσπάθεια ανάνηψης της Anna, το σώμα της δεν είχε ήδη σφυγμό για αρκετή ώρα και η θερμοκρασία της είχε πέσει πάνω από 20 βαθμούς κάτω από αυτή που έπρεπε να είναι.
Ο Torvind όμως επέμεινε να συνεχίσουν τις προσπάθειες.
Όταν το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Tromso (λίγο μετά τις 8 το βράδυ), η καρδιά της Anna είχε σταματήσει να χτυπά τουλάχιστον δύο ώρες πριν. Η θερμοκρασία του σώματός της ήταν 13,7 βαθμούς Κελσίου… χαμηλότερη από οποιαδήποτε άλλη θερμοκρασία επιζώντος ασθενούς στα καταγεγραμμένα ιατρικά ιστορικά.
Όμως η ομάδα του νοσοκομείου αποφάσισε να συνεχίσει τις προσπάθειες να την επαναφέρει στη ζωή. Ήλπιζαν ότι, παρά το χρονικό διάστημα που η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπά, το κρύο θα είχε λειτουργήσει προστατευτικά και θα είχε διατηρήσει τον εγκέφαλό της.
Ο Mads Gilbert, αναισθησιολόγος επικεφαλής των προσπαθειών ανάνηψης, μετέφερε την Anna στο χειρουργείο.
Γνώριζε ότι η προσπάθεια να αυξήσουν τη θερμοκρασία του σώματός της σε αυτό το στάδιο ήταν μια τεράστια πρόκληση.
Για να το πετύχουν αυτό, χωρίς να προκαλέσουν κακό στο σώμα της, ο Mads ήξερε ότι έπρεπε να τη βάλουν σε μηχάνημα bypass: αυτά που οι γιατροί χρησιμοποιούν σε εγχειρίσεις ανοιχτής καρδιάς.
Αφαιρώντας το παγωμένο της αίμα και περνώντας το από το μηχάνημα για να ζεσταθεί και στη συνέχεια βάζοντάς το πάλι στο άψυχο σώμα της, μπορούσαν να αυξήσουν γρήγορα τη θερμοκρασία του σώματός της.
Δεν έχασαν καθόλου χρόνο.
Τριάντα λεπτά αφότου συνδέθηκε με το μηχάνημα, η θερμοκρασία του σώματός της είχε ανέβει στους 31 βαθμούς Κελσίου.
Η καρδιά της αναπήδησε, όμως δεν κατάφερε να βρει ρυθμό. Γύρω στις 4 τα ξημερώματα η καρδιά της Anna άρχισε να χτυπά ανεξάρτητα για πρώτη φορά μέσα στις τελευταίες τρεις ώρες.
Η Anna είχε σωθεί…
Άνοιξε τα μάτια της για πρώτη φορά μετά από 12 ημέρες. Ήταν παράλυτη από το λαιμό και κάτω.
Αργότερα η ίδια θύμωσε πολύ με τους γιατρούς που προσπάθησαν τόσο πολύ για να την κρατήσουν στη ζωή, ενώ το κόστος από την προσπάθεια διάσωσης, ανάνηψης και φροντίδας της στη μονάδα εντατικής θεραπείας είχε ανέλθει σε πολλές χιλιάδες δολάρια.
Ήταν άραγε αυτός ο καλύτερος τρόπος για να φροντίσουν οι γιατροί ένα σώμα που είχε μείνει τόσες ώρες χωρίς καρδιακό παλμό και που η θερμοκρασία του είχε κατέβει τόσο χαμηλά;
Άξιζαν όλες αυτές οι προσπάθειες;
…
Το παράλυτο σώμα της Anna δεν έμεινε για καιρό έτσι. Η ζημιά στο νωτιαίο μυελό, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν ήταν μη αναστρέψιμη. Το ακραίο κρύο είχε καταστρέψει τα περιφερικά νεύρα. Αργά, αλλά σταθερά τόσο τα νεύρα όσο και οι χαλαροί μύες της άρχισαν να ανακτούν τη λειτουργία τους.
Τα νεύρα ανακτήθηκαν πιο αργά στα άκρα της. Αρχικά δε μπορούσε να κινήσει τα χέρια και τα πόδια της καθόλου.
Έξι εβδομάδες μετά πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, όμως πέρασε άλλους τέσσερις μήνες σε μια ειδική μονάδα αποκατάστασης, μαθαίνοντας ξανά από την αρχή πώς να κινείται.
Ήταν μια αργή διαδικασία, όμως τελικά κατάφερε να επιστρέψει σπίτι της.
Με τη βοήθεια της ιατρικής είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. Από εκεί και πέρα η αποφασιστικότητά της θα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο…
Τελικά, χρειάστηκε να περάσουν έξι σκληρά χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί εντελώς. Η Anna έγινε καλά και μπόρεσε να κάνει ξανά σκι, ενώ ολοκλήρωσε και τις σπουδές της στην ιατρική. Ειδικεύτηκε στην ακτινολογία στο νοσοκομείο, όπου κάποτε οι γιατροί της έσωσαν τη ζωή.
Παρά τις φαινομενικά… απίθανες πιθανότητες, οι γιατροί κατάφεραν να «εκμεταλλευτούν» την βαθιά υποθερμία που είχε υποστεί ο οργανισμός της, για να την επαναφέρουν στη ζωή με επιτυχία.
Η Anna Bågenholm αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη ότι οι ακραίες συνθήκες μπορούν και να σε σκοτώσουν, αλλά και να σε κρατήσουν στη ζωή…
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου Kevin Fong που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα theatlantic.com.