Οι ομάδες υψηλού κινδύνου εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά τους είναι:
Βρέφη που τρέφονται με αποκλειστικό θηλασμό: και δεν λαμβάνουν συμπλήρωμα βιταμίνης D έχουν υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν ανεπάρκεια, ιδιαίτερα εάν έχουν σκούρο δέρμα ή εκτίθενται ελάχιστα στο ήλιο. Το ανθρώπινο γάλα παρέχει 25 IU βιταμίνης D ανά L, ποσότητα η οποία δεν επαρκεί για το βρέφος ως αποκλειστική πηγή βιταμίνης D. Η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά όλα τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά ή μερικώς να λαμβάνουν συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D της τάξης των 400 IU/ ημέρα.
Μαύρο/Σκούρο δέρμα: Τα άτομα με μαύρο ή σκουρόχρωμο δέρμα συνθέτουν λιγότερη βιταμίνη D κατά την έκθεση τους στον ήλιο συγκριτικά με εκείνους που έχουν ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες, καθώς τα υψηλά ποσοστά μελανίνης που υπάρχουν στο δέρμα τους εμποδίζει την αποτελεσματική σύνθεση Βιταμίνης D κατά την ηλιακή έκθεση. Μάλιστα, ο κίνδυνος ανεπάρκειας βιταμίνης D αυξάνεται για εκείνους που ζουν μακριά από τον ισημερινό. Χαρακτηριστικό εύρημα αποτελεί ότι το 42% των Αφρικανών γυναικών στις ΗΠΑ ηλικίας 15-49 χρόνων εμφανίζει ανεπάρκεια σε σύγκριση με το μόλις 4% των Λευκών γυναικών.
Άτομα τρίτης ηλικίας: Οι ηλικιωμένοι χαρακτηρίζονται από μειωμένη ικανότητα σύνθεσης βιταμίνης D όταν εκτίθενται στην UVB ακτινοβολία. Επίσης, είναι πιθανότερο να παραμένουν σε εσωτερικούς χώρους χωρίς να εκτίθενται στον ήλιο και ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι που νοσηλεύονται σε ιδρύματα
Σύνδρομα Δυσαπορρόφησης Λίπους: Η κυστική ίνωση και η χολόσταση είναι παθολογικές καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε διαταραχή της απορρόφησης της διαιτητικής βιταμίνης D.
Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου: Άτομα που πάσχουν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, όπως τη νόσο Crohn, έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D λόγω δυσαπορρόφησης.
Ανοχή στη λακτόζη/ Αλλεργία στο γάλα αγελάδας: Ο αποκλεισμός του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων έχει θεραπευτική σημασία για τις συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, θέτοντάς τους σε κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D λόγω της αποχής τους από μια ομάδα τροφίμων που αποτελεί πλούσια διαιτητική πηγή της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Παχυσαρκία: Η διαιτητική αλλά και η βιοσυντιθέμενη στο δέρμα βιταμίνη D αποθηκεύονται στο λιπώδη ιστό και είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμη στα άτομα με μεγάλα αποθέματα σωματικού λίπους.
Χορτοφαγία: Οι χορτοφάγοι συχνά ακολουθούν ακραία διαιτητικά σχήματα και απέχουν από την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και άλλων ζωικής προέλευσης τροφίμων που είναι πλούσιες πηγές βιταμίνης.
Ρουχισμός: Πολλές γυναίκες για θρησκευτικούς και πολιτιστικούς λόγους καλύπτουν όλη την επιφάνεια του δέρματος όταν είναι σε εξωτερικούς χώρους, μειώνοντας σημαντικά την έκθεση στον ήλιο.
Χρήση αντηλιακού: Η χρήση αντηλιακού με δείκτη προστασίας 8 μπορεί να μειώσει την παραγωγή της βιταμίνης D μέχρι και 95%.
Αστικό περιβάλλον: Η αυξανόμενη αστικοποίηση, το φωτοχημικό νέφος των πόλεων και η μη ύπαρξη χώρων πρασίνου για περιπάτους και παιχνίδι θέτει σε κίνδυνο ανεπάρκειας τα άτομα που διαμένουν σε αστικό περιβάλλον.
Από τα παρόντα ερευνητικά δεδομένα γίνεται εμφανές ότι απαιτείται λεπτομερής εξέταση του συνόλου των χαρακτηριστικών του ατόμου αλλά και των περιβαλλοντικών συνθηκών στις οποίες ζει, ώστε να προσδιορίσουμε τον κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας Βιταμίνης D, αλλά και την ανάγκη για συμπληρωματική χορήγησή της.
Πηγή: neadiatrofis.gr