Ζήσης Ψάλλας
Ορισμένοι βιοδείκτες έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της επίδρασης της διατροφής στην υγεία και μπορεί να σηματοδοτούν κακές ή καλές επιπτώσεις στις χρόνιες ασθένειες.
Για να κατανοήσουν εάν η διατροφική επιλογή μπορεί να κάνει τη διαφορά στα επίπεδα των δεικτών που σχετίζονται με ασθένειες στο αίμα και τα ούρα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης πραγματοποίησαν ανέλυσαν δεδομένα από 177.723 υγιείς συμμετέχοντες (ηλικίας 37-73 ετών) της μελέτης Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα άτομα αυτά δεν ανέφεραν σημαντικές αλλαγές στη διατροφή τους τα τελευταία πέντε χρόνια.
Οι συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν είτε ως χορτοφάγοι, οι οποίοι δεν έτρωγαν κόκκινο κρέας, πουλερικά ή ψάρια (4.111 άτομα) ή ως κρεατοφάγοι (166.516 άτομα) σύμφωνα με την αυτοαναφερόμενη διατροφή τους. Οι ερευνητές εξέτασαν 19 δείκτες αίματος και ούρων που σχετίζονται με το διαβήτη, τις καρδιαγγειακές παθήσεις, τον καρκίνο, την υγεία του ήπατος, των οστών και των αρθρώσεων καθώς και τη νεφρική λειτουργία.
Ακόμη και μετά την εκτίμηση πιθανών επιρροών παραγόντων όπως η ηλικία, το φύλο, η εκπαίδευση, η εθνικότητα, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και το αλκοόλ, η ανάλυση διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με τους κρεατοφάγους, οι χορτοφάγοι είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 13 βιοδεικτών, όπως είναι η ολική χοληστερόλη, η LDL-χοληστερόλη, η απολιποπρωτεΐνη Α και η απολιποπρωτεΐνη Β (δύο δείκτες συνδέονται με την καρδιαγγειακή νόσο), η γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (GGT) και η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (ALT) -δύο δείκτες λειτουργίας του συκωτιού που υποδηλώνουν φλεγμονή ή βλάβη στα ηπατικά κύτταρα- ο ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντα (IGF-1), μια ορμόνη που ενθαρρύνει την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων), το ουρικό οξύ και η κρεατινίνη (ένας δείκτης επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας).
Οι χορτοφάγοι είχαν επίσης χαμηλότερα επίπεδα ευεργετικών βιοδεικτών, συμπεριλαμβανομένης της HDL-χοληστερόλης, της βιταμίνης D και του ασβεστίου (που συνδέονται με την υγεία των οστών και των αρθρώσεων). Επιπλέον, είχαν υψηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων στο αίμα τους και η κυστατίνη-C που υποδηλώνει χειρότερη κατάσταση νεφρών.
Δεν βρέθηκε σχέση για τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα (HbA1c), την συστολική αρτηριακή πίεση, την ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST) που δείχνει βλάβη στα ηπατικά κύτταρα και την C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) που είναι ένας φλεγμονώδης δείκτης.
Η μελέτη παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία (ECO) την περασμένη εβδομάδα.