«Από τη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, η κυβέρνηση είχε πει ότι όλος ο ιδιωτικός τομέας τίθεται στη διάθεση του ΕΣΥ», τόνισε η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη σε συνέντευξή της στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση προχώρησε σε επίταξη ιδιωτικών κλινικών στη Θεσσαλονίκη, η κυρία Πελώνη πρόσθεσε πως υπήρξαν διαβεβαιώσεις έγγραφες και προφορικές για την παραχώρηση των ιδιωτικών κλινικών, λόγω της μεγάλης πίεσης στο σύστημα υγείας της Βόρειας Ελλάδας, αλλά, από τη στιγμή που το αίτημα δεν έγινε δεκτό, η επίταξη προχώρησε ως ύστατο μέτρο. «Όταν είσαι σε πόλεμο, μπαίνουν όλα στη μάχη, τα υπόλοιπα περισσεύουν», σχολίασε.
Η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος αναφέρθηκε, επίσης, στην πίεση που δέχονται τα συστήματα υγείας σε ολόκληρη την Ευρώπη – ακόμη και πιο ισχυρά από το ελληνικό – κι ανέφερε πως όσες κλίνες ΜΕΘ κι αν προστεθούν, προφανώς δεν θα είναι αρκετές. Χαρακτήρισε, όμως, ως θετικό παράδειγμα την προσφορά και συνδρομή σ' αυτή τη δύσκολη κατάσταση των νοσηλευτριών από την Κρήτη, ενώ τόνισε πως «πρέπει να πέσει ο δείκτης αναπαραγωγής του ιού, ώστε να μειωθεί η κινητικότητα και να μειωθούν τα κρούσματα. Αυτό θα συμβεί αν τηρούμε όλοι τα μέτρα. Ελπίζουμε στο επόμενο δεκαήμερο να υπάρξει αποσυμπίεση στο σύστημα υγείας», κατέληξε.
Σχετικά με την άρση των περιορισμών, η κυρία Πελώνη υπενθύμισε ότι ο πρωθυπουργός, κατά τη χθεσινή του επικοινωνία με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ανέφερε ότι τα μέτρα θα χαλαρώσουν μόνον όταν είμαστε απόλυτα σίγουροι πως έχει μειωθεί η πίεση στο σύστημα υγείας. Μάλιστα, η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος πρόσθεσε πως προβληματισμός για το lockdown υπάρχει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ενόψει Χριστουγέννων και παραδέχθηκε πως αποτελεί «δύσκολη άσκηση» ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει ένα σταδιακό άνοιγμα για να επανέλθουν οικονομικά και ψυχολογικά οι πολίτες.
Τέλος, σχετικά με τα εμβόλια, η κυρία Πελώνη δήλωσε ότι η έναρξη του εμβολιασμού δεν πρέπει να συνδυαστεί με τη γενικότερη χαλάρωση, αφού, έως ότου εμβολιαστεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δεν θα έχει επιτευχθεί η λεγόμενη «ανοσία της αγέλης».