Ζήσης Ψάλλας
Οι πρόγονοί μας δεν έτρωγαν όπως τρώμε εμείς, οπότε κι εμείς δεν πρέπει να τρώμε έτσι. Αυτό είναι το συμπέρασμα όσων υποστηρίζουν την Παλαιολιθική διατροφή και συμβουλεύουν να αποκλείσουμε μια σειρά από πρόσφατες προσθήκες που έγιναν στο μενού μας, επειδή δεν ήταν μέρος της δίαιτας των προγόνων μας.
Η γενική ιδέα είναι ότι για τα περισσότερα από τα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξής μας δεν εκτέθηκαν σε δημητριακά, γάλα, γιαούρτι ή τυρί, όσπρια, ζάχαρη ή άλλους επεξεργασμένους υδατάνθρακες, γλυκά και αλάτι.
Η ιδέα είναι ότι η ανθρώπινη εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής είναι μια αργή διαδικασία και τα γονίδιά μας χρειάζονται δεκάδες χιλιάδες χρόνια για να αλλάξουν. Αυτό σημαίνει ότι τα μοντέρνα τρόφιμα προκαλούν σε διάφορους βαθμούς δυσανεξία ή αλλεργικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα όχι μόνο τη σύγχρονη επιδημία αλλεργιών, αλλά τη φλεγμονή λόγω των τοξινών που υπάρχουν στη σημερινή διατροφή.
Μια πρόσφατη έρευνα όμως δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι ευέλικτος ως προς το περιβάλλον του και προσαρμόζεται στη διατροφή πολύ πιο γρήγορα από ό,τι πιστευόταν. Οι ερευνητές εξέτασαν το DNA από 101 σκελετούς της Εποχής του Χαλκού σε όλη την Ευρώπη από την Ολλανδία έως τη Ρωσία για βασικές μεταλλάξεις. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πριν από 3.000 χρόνια και μετανάστευαν συνεχώς διαδίδοντας τα γονίδιά τους. Οι ερευνητές εστίασαν σε ένα βασικό γονίδιο που ελέγχει ένα ένζυμο, τη λακτάση που διασπά το βασικό σάκχαρο του γάλακτος, τη λακτόζη. Περίπου τα τρία τέταρτα των σύγχρονων Ευρωπαίων έχουν το γονίδιο που τους επιτρέπει να χωνέψουν ένα ποτήρι γάλα χωρίς να αισθάνονται άρρωστοι.
Στο παρελθόν πιστευόταν ότι αυτή η γονιδιακή μετάλλαξη άρχισε να κυριαρχεί στους Ευρωπαίους πριν από 7.000 έως 10.000 χρόνια κατά την έναρξη της καλλιέργειας και τη χρήση γάλακτος, αλλά η μελέτη βρήκε ότι μόνο ένας στους 20 ανθρώπους είχε την μετάλλαξη στην εποχή του Χαλκού πριν από 3.000 χρόνια. Αυτό σήμαινε ότι η προσαρμογή ξεκίνησε αργότερα και εξαπλώθηκε πολύ πιο γρήγορα από ό, τι φανταζόμασταν.
Άλλα γενετικά στοιχεία για πρόσφατες αλλαγές στα πεπτικά μας γονίδια προέρχονται από μια παγκόσμια μελέτη για την αμυλάση, ένα ένζυμο που χρειάζεται για τη διάσπαση του αμύλου των υδατανθράκων. Άτομα σε περιοχές με άμυλο ως κύριο μέρος της διατροφής εξελίχθηκαν για να έχουν πολλά αντίγραφατου γονιδίου, κάτι που τους βοηθά να αφομοιώσουν καλύτερα τους υδατάνθρακες.
Sύμφωνα με τον Tim Spector, καθηγητή Γενετικής Επιδημιολογίας στο King's College London, τα γονίδια και τα μικρόβιά μας μάλλον έχουν εξελιχθεί έτσι που να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε σε ορισμένες από τις προσθήκες της διατροφής που έγιναν τα τελευταία χιλιάδες χρόνια.