Μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης νοσημάτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης διατρέχουν τα παχύσαρκα παιδιά που ήταν λιποβαρή κατά τη γέννηση, αναφέρουν σε δημοσίευσή τους στο eBioMedicine ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Τα ευρήματα υποδεικνύουν την ανάγκη υιοθέτησης κατάλληλων μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης σε αυτές τις ομάδες πληθυσμού.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι η σχέση μεταξύ του χαμηλού βάρους γέννησης και του κινδύνου καρδιομεταβολικής νόσου μπορεί να εντοπιστεί ήδη στην παιδική ηλικία· και ότι αυτό ισχύει τόσο για το πραγματικό βάρος γέννησης όσο και για τους γενετικούς καθοριστικούς παράγοντες του βάρους γέννησης» δήλωσε η Sara Stinson, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια και πρώτη συγγραφέας της μελέτης. «Πλειοδοτεί επίσης στη θεωρία ότι τα άτομα που γεννήθηκαν [με] χαμηλό βάρος γέννησης ή έχουν γενετική προδιάθεση για χαμηλό βάρος γέννησης, μπορεί να είναι πιο ευάλωτα σε κινδύνους για την υγεία τους, όπως το υπερβάλλον σπλαχνικό λίπος, κατά τη διάρκεια της ζωής τους» πρόσθεσε.
Ανασκόπηση δεδομένων από 4.000 παιδιά
Είναι αποδεδειγμένο ότι τα παιδιά που γεννιούνται με αυξημένο βάρος έχουν περισσότερες πιθανότητες για μεγαλύτερο του φυσιολογικού Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Έπειτα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τα λιποβαρή νεογνά ή με γενετική προδιάθεση για χαμηλό βάρος γέννησης έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιομεταβολικών νοσημάτων όπως ο διαβήτης τύπου 2.
Οι επιστήμονες εν προκειμένω θέλησαν να φωτίσουν άγνωστες πτυχές του ζητήματος, όπως το πώς και πότε στη ζωή τους οι άνθρωποι με αυτούς τους παράγοντες κινδύνου θα εμφανίσουν πράγματι καρδιομεταβολικά νοσήματα, καθώς το πώς η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία εμπλέκονται στην ανάπτυξη καρδιομεταβολικών νοσημάτων, ανάλογα με το βάρος γέννησης.
Για τις απαντήσεις, ανέτρεξαν σε δεδομένα της κοόρτης The HOLBÆK Study για περισσότερα από 4.000 παιδιά και εφήβους με και χωρίς παχυσαρκία, αναφορικά με δείκτες υγείας όπως το βάρος γέννησης, ο ΔΜΣ, κλινικές αξιολογήσεις, δείγματα αίματος, βιοδείκτες και ένα πολυγονιδιακό σκορ για το βάρος γέννησης, το οποίο προκύπτει από τη συνεκτίμηση της επίδρασης πολλών γενετικών παραλλαγών που σχετίζονται με το βάρος γέννησης.
Η απουσία υποδόριου λίπους
Η ανασκόπηση συνέδεσε το χαμηλό βάρος γέννησης με μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών σχετιζόμενων με την παχυσαρκία κατά την παιδική ηλικία, όπως η μεγαλύτερη αντίσταση στην ινσουλίνη, προδιαθεσικό παράγοντα για διαβήτη τύπου 2.
«Αν εξετάσουμε τις τιμές από μετρήσεις της αντίστασης στην ινσουλίνη, θα δούμε ότι το χαμηλό βάρος γέννησης δεν επηρεάζει δυσμενώς τα παιδιά που διατηρούν μετέπειτα φυσιολογικό βάρος. Ωστόσο, στα παχύσαρκα παιδιά, βλέπουμε σχεδόν φυσιολογική ευαισθησία στην ορμόνη ινσουλίνη σε παιδιά που γεννήθηκαν με αυξημένο βάρος και δραστικά μειωμένη σε παιδιά με χαμηλό βάρος γέννησης» ανέφερε η υποψήφια διδάκτωρ Pauline Kromann Reim.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξήγηση πιθανώς να κρύβεται στο υποδόριο λίπος, το ωφέλιμο για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού λίπος που τα λιποβαρή νεογνά αδυνατούν να αποθηκεύσουν λόγω μη ανεπτυγμένων λιπαποθηκών κάτω από το δέρμα. Εν αντιθέσει, αποθηκεύουν λίπος γύρω από τα όργανα της κοιλιακής χώρας, το λεγόμενο σπλαχνικό.
Παράλληλα, οι επιστήμονες εντόπισαν μια σύνδεση μεταξύ του χαμηλού βάρους γέννησης και της συγκέντρωσης λίπους στο ήπαρ, το οποίο μειώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα άτομα με χαμηλό βάρος γέννησης διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 από την παιδική ήδη ηλικία. Τα δείγματα αίματος από άτομα με χαμηλό βάρος γέννησης είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα βιοδεικτών στο αίμα τους που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Ανάγκη για κατάλληλη πρόληψη και αντιμετώπιση
Εξ αφορμής των ευρημάτων, ο κλινικός αναπληρωτής καθηγητής Jens Christian Holm από την Κλινική Παιδικής Παχυσαρκίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Holbæk της Κοπεγχάγης, και εκ των συγγραφέων της μελέτης ζήτησε τη χάραξη στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας ειδικά προσαρμοσμένων για τα παχύσαρκα παιδιά που γεννήθηκαν με χαμηλότερο βάρος γέννησης.