Η υπογονιμότητα στις μέρες μας αφορά όλο και περισσότερα ζευγάρια.
Σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ένα στα έξι ζευγάρια παγκοσμίως αντιμετωπίζει προβλήματα σύλληψης, ενώ ένα στα δέκα χρειάζεται ιατρική υποβοήθηση για την επίτευξη κύησης. Στην Ελλάδα, πραγματοποιούνται ετησίως 12.000 κύκλοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα σχεδόν 5.000 γεννήσεις κατ’ έτος.
«Αυτό, ωστόσο, που διαλανθάνει την προσοχή μας είναι ότι πολλά από τα ζευγάρια που καταλήγουν να υποβληθούν σε κάποια θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν έχουν παθολογικά αίτια, σύμφωνα με τις επαναλαμβανόμενες ορμονικές εξετάσεις. Παρόλα αυτά, όμως, καταλήγουν να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση» επισημαίνει ο Δρ Κυριάκος Τίγκας, MD, Χειρουργός Γυναικολόγος-Μαιευτήρας, με εξειδίκευση στην Λειτουργική, Προληπτική, Αντιγηραντική Ιατρική, την Ορμονική Υποκατάσταση με Βιομιμητικές Ορμόνες, τη Χειρουργική Γυναικολογική Ογκολογία και τη Χειρουργική Μαστού.
Σύμφωνα με τον Δρ Τίγκα, οι παράγοντες που οδηγούν ένα στα πέντε ζευγάρια στην εξωσωματική γονιμοποίηση αν και δεν υπάρχει παθολογικό υπόβαθρο στο αναπαραγωγικό τους σύστημα είναι πολλοί. «Συνήθως ενοχοποιείται ο αγχώδης τρόπος ζωής αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, και φυσικά επιλογές του τρόπου ζωής μας, όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ. Αλλά αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν αξιολογείται είναι η φυσιολογική ορμονική φθορά που ξεκινά από την ηλικία των 25 ετών και έπειτα» λέει.
Οι ορμόνες του φύλου καθορίζουν σε άνδρες και γυναίκες την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού συνολικά. Αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν τη λειτουργία των κυττάρων, των ιστών και των οργάνων του σώματος, καθορίζοντας την έμμηνο ρύση στις γυναίκες άρα και την ωορρηξία, και την παραγωγή ικανού αριθμού σπερματοζωαρίων στους άνδρες. Φυσικά, η εύρυθμη ορμονική λειτουργία καθορίζει και την ψυχική/συναισθηματική μας λειτουργικότητα.
«Συνεπώς, οποιαδήποτε ορμονική απόκλιση από τις βέλτιστες τιμές βάσει των ηλικιακών ορόσημων είναι υπεύθυνη για σωρεία ιατρικών προβλημάτων, σε άνδρες και γυναίκες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους» σημειώνει ο Δρ Κυριάκος Τίγκας.
Και συμπληρώνει: «Άρα, η γενικόλογη προσέγγιση ‘είστε υγιείς, αλλά δυστυχώς δεν μπορείτε να αποκτήσετε παιδιά’ αποτελεί μια δικαιολογία που, όμως, ουσιαστικά υποκρύπτει την αδυναμία ορθής εκτίμησης των ιδανικών ορμονικών συνθηκών στον γυναικείο οργανισμό».
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να κατανοήσουν τόσο τα ζευγάρια όσο και οι θεράποντες ιατροί τους τη σημασία του έγκαιρου εντοπισμού και της παραμικρής ορμονικής απόκλισης από τα φυσιολογικά όρια, ώστε με την κατάλληλη παρέμβαση να γίνει η στοχευμένη αποκατάστασή της και να επιτευχθεί τελικά η φυσική κύηση.
«Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ορμονική ισορροπία και η επαναφορά του γυναικείου οργανισμού στα βέλτιστα επίπεδα είναι ικανή να εξασφαλίσει τη φυσική σύλληψη και την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης» τονίζει ο Δρ Τίγκας.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί η ορμονική αποκατάσταση;
Η αποκατάσταση της ορμονικής ισορροπίας μπορεί να γίνει μόνο με την ενίσχυση του γυναικείου οργανισμού με ορμόνες, ίδιες με αυτές που παράγει φυσικά η ανθρώπινη φύση. «Μόνο έτσι εξομαλύνονται διαταραχές της εμμηνορρυσίας και αποκαθίσταται η ωορρηξία, το ωάριο απελευθερώνεται κανονικά και γονιμοποιείται με φυσικό τρόπο. Παράλληλα, εξαλείφονται νοσήματα που υποβόσκουν στο σώμα και σταδιακά αποκαθίσταται συνολικά η υγεία. Έτσι, το ζευγάρι είναι σε θέση να τεκνοποιήσει χωρίς περιττή ταλαιπωρία» υπογραμμίζει ο ειδικός.
Και καταλήγει λέγοντας ότι «είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναφερθεί ότι η ορμονική ισορροπία και κατά τη διάρκεια της κύησης συντελεί στην ομαλή εξέλιξή της. Αυτό έχει το επιπρόσθετο όφελος της απαλλαγής του ζευγαριού από το άγχος που τους δημιουργεί το ‘φάντασμα’ της υπογονιμότητας».
Ζευγάρια, λοιπόν, μεταξύ 25-40 ετών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες τεκνοποίησης και επαναλαμβανόμενων αποβολών, χωρίς εμφανή παθολογικά αίτια, θα πρέπει να απευθύνονται στους κατάλληλους γιατρούς για την αποκατάσταση των ορμονικών ανισορροπιών. Εξάλλου, με την κατάλληλη αγωγή η ορμονική εξισορρόπηση μπορεί να επιτευχθεί εντός έξι μηνών, χωρίς την ψυχολογική και οικονομική επιβάρυνση που προκαλούν ανούσιες και επαναλαμβανόμενες θεραπείες υποκατάστασης, χωρίς τελικά να λύνουν το πρόβλημα.