Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ματίς Φλάιβχολμ Ράντε του Τμήματος Επιδημιολογικής Έρευνας του Ινστιτούτου Στάτενς Σέρουμ και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, μελέτησαν τις περιπτώσεις 470 ξαφνικών θανάτων από καρδιά σε ηλικία ενός έως 35 ετών.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τους συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού των νέων που είχαν πεθάνει για χρονικό διάστημα έως 11 ετών. Όπως διαπίστωσαν, οι συγγενείς που ήταν κάτω των 35 ετών, είχαν τριπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης οποιασδήποτε καρδιαγγειακής πάθησης, εξαπλάσιο κίνδυνο για ισχαιμικό επεισόδιο (λόγω μειωμένης τροφοδοσίας της καρδιάς με αίμα), καθώς επίσης και υπερδεκαπλάσιο κίνδυνο για καρδιομυοπάθεια (δυσλειτουργία του μυός της καρδιάς) και για αρρυθμία (δυνητικά μοιραία διαταραχή του ρυθμού που πάλλεται η καρδιά).
Ο κίνδυνος για τους νεαρούς συγγενείς πρώτου βαθμού είναι ακόμα μεγαλύτερος: έως 20 φορές περισσότερο για καρδιομυοπάθεια και αρρυθμία, ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης οποιασδήποτε καρδιαγγειακής πάθησης είναι τετραπλάσιος.
Ο ξαφνικός κίνδυνος από καρδιά, παρόλο που ο νέος που πεθαίνει δεν έχει εμφανίσει κάποιο ορατό πρόβλημα, αποδίδεται συχνά σε μη διαγνωσμένο καρδιολογικό πρόβλημα, το οποίο μπορεί να είναι κληρονομικό. Η αυτοψία που πραγματοποιήθηκε στο 67% των νεκρών (314), στο πλαίσιο της δανικής έρευνας, επιβεβαίωσε την καρδιολογική αιτία για τα περισσότερα (178) περιστατικά.
Σύμφωνα με τους δανούς ερευνητές, οι περισσότερες καρδιαγγειακές νόσοι που οδηγούν σε ξαφνικό θάνατο, είναι θεραπεύσιμες αν διαγνωστούν έγκαιρα.