Νεότερη εκτενής μελέτη αναδεικνύει έναν σημαντικό κίνδυνο για την καρδιά των γυναικών που υποβάλλονται σε θεραπείες υπογονιμότητας. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα νοσοκομειακά δεδομένα που εξέτασε η μελέτη, όσες γυναίκες υποβλήθηκαν θεραπεία υπογονιμότητας είχαν διπλάσιες πιθανότητες να νοσηλευτούν με καρδιακή νόσο τον χρόνο μετά τον τοκετό σε σύγκριση με όσες τεκνοποίησαν φυσιολογικά.
«Ο έλεγχος μετά τον τοκετό είναι απαραίτητος για όλες τις ασθενείς, αλλά η μελέτη αυτή δείχνει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία υπογονιμότητας για να επιτύχουν τη σύλληψη», σημείωσε η Δρ Rei Yamada, μαιευτήρας γυναικολόγος στην Ιατρική Σχολή Robert Wood Johnson του Rutgers και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Μεγάλο μέρος του αυξημένου κινδύνου προέκυψε κατά τον πρώτο μήνα μετά τον τοκετό, ιδίως για τις ασθενείς που εμφάνισαν επικίνδυνα υψηλή αρτηριακή πίεση. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα αποτελέσματά τους υποστηρίζουν τα πρότυπα περίθαλψης που απαιτούν πλέον έναν αρχικό έλεγχο τρεις εβδομάδες μετά τον τοκετό, κριτήρια που ορισμένα συστήματα υγείας δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει.
«Δεν είναι τα μοναδικά αποτελέσματα που υποδεικνύουν ότι η παρακολούθηση πρέπει να γίνεται νωρίς. Συμμετείχαμε σε μια σειρά μελετών τα τελευταία χρόνια που εντόπισαν σοβαρούς κινδύνους καρδιακών παθήσεων και εγκεφαλικών επεισοδίων σε διάφορους πληθυσμούς ασθενών υψηλού κινδύνου εντός αυτών των πρώτων 30 ημερών μετά τον τοκετό – κίνδυνοι που θα μπορούσαν να μετριαστούν με την προγενέστερη φροντίδα παρακολούθησης» επισημαίνει ο Δρ Cande Ananth, επικεφαλής του τμήματος επιδημιολογίας και βιοστατιστικής στο Τμήμα Μαιευτικής, Γυναικολογίας και Αναπαραγωγικών Επιστημών της Ιατρικής Σχολής Robert Wood Johnson του Rutgers και κύριος συγγραφέας της μελέτης.
Ακαθόριστη η αιτία
Η μελέτη ανέλυσε αντιπροσωπευτικά δεδομένα που αφορούσαν σε περίπου 31 εκατομμύρια στοιχεία ασθενών σε νοσοκομεία στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, εστίασαν σε ασθενείς που έλαβαν εξιτήριο μετά τον τοκετό από το 2010 έως το 2018, συμπεριλαμβανομένων 287.813 ασθενών που είχαν υποβληθεί σε οποιαδήποτε θεραπεία υπογονιμότητας.
Όπως διαπιστώθηκε, 550 γυναίκες από κάθε 100.000 γυναίκες που έλαβαν θεραπεία υπογονιμότητας και 355 από κάθε 100.000 που συνέλαβαν με φυσικό τρόπο νοσηλεύτηκαν με καρδιαγγειακή νόσο κατά το έτος μετά τον τοκετό. Αν και η θεραπεία υπογονιμότητας προέβλεπε έντονα αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου, οι συγγραφείς της μελέτης δήλωσαν ότι η νεαρή ηλικία των γυναικών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία υπογονιμότητας διατήρησε τον συνολικό τους κίνδυνο αρκετά χαμηλό.
Παρόλα αυτά, η αιτία του αυξημένου κινδύνου καρδιακής νόσου που σχετίζεται με τη θεραπεία υπογονιμότητας παραμένει ασαφής, καθώς υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν. Εν ολίγοις, η αύξηση των καρδιακών παθήσεων θα μπορούσε να οφείλεται στις ίδιες τις θεραπείες υπογονιμότητας, στα υποκείμενα ιατρικά προβλήματα που κατέστησαν τις ασθενείς υπογόνιμες ή σε κάποια άλλη αιτιολογία.
«Μελλοντικά, θα θέλαμε να διερευνήσουμε εάν οι διαφορετικοί τύποι θεραπείας υπογονιμότητας και, κυρίως, τα φάρμακα σχετίζονται με διαφορετικά επίπεδα κινδύνου», δήλωσε η Δρ Yamada. «Τα δεδομένα μας δεν έδωσαν καμία πληροφορία σχετικά με το ποιες ασθενείς είχαν υποβληθεί σε ποια θεραπεία. Λεπτομερέστερες πληροφορίες θα μπορούσαν επίσης να δώσουν πληροφορίες για το πώς η θεραπεία υπογονιμότητας επηρεάζει τα καρδιαγγειακά αποτελέσματα» κατέληξε.