Οι ηλικιωμένοι που κάνουν τεστ νοημοσύνης, τα οποία εξετάζουν ο επίπεδο λογικής σκέψης, ικανότητας επίλυσης προβλημάτων, προσοχής και σχεδιασμού και δεν τα πάνε καλά, κινδυνεύουν περισσότερο από έμφραγμα ή εγκεφαλικό, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα.
«Τα ευρήματα δείχνουν ότι η λειτουργία του εγκεφάλου και της καρδιάς σχετίζονται περισσότερο μεταξύ τους από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως» δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας Μπενάμ Σαμπαγιάν του Ιατρικού Κέντρου του ολλανδικού Πανεπιστημίου του Λάϊντεν.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, μελέτησαν σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν 4.000 άτομα με μέση ηλικία 75 ετών, χωρίς ιστορικό εμφράγματος ή εγκεφαλικού, αλλά με ιστορικό αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου λόγω διαφόρων παραγόντων κινδύνου (υψηλής αρτηριακής πίεσης, διαβήτη, καπνίσματος κ.α.). Κανείς από τους ηλικιωμένους δεν είχε διαγνωσμένη άνοια.
Όλοι οι συμμετέχοντες πέρασαν από νοητικά τεστ στην αρχή της μελέτης και μετά παρακολουθήθηκαν επί τρία έτη για να διαπιστωθεί κατά πόσο έπαθαν έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Όσοι είχαν εμφανίσει προ τριετίας τις χειρότερες επιδόσεις στα τεστ, ήταν κατά μέσο 85% πιθανότερο να πάθουν έμφραγμα και 51% να πάθουν εγκεφαλικό, σε σχέση με όσους είχαν το καλύτερο νοητικό σκορ. Το μόνο τεστ που δεν φάνηκε να συνδέεται με μελλοντικό αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, ήταν αυτό της μνήμης.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι μέτριες επιδόσεις στα νοητικά τεστ μπορεί να αντανακλούν προβλήματα στην τροφοδοσία του εγκεφάλου με αίμα, άρα προδίδουν έναν πιθανώς αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού. Και εφόσον τα αγγειακά προβλήματα στον εγκέφαλο σχετίζονται στενά με τα ανάλογα προβλήματα στην καρδιά, οι αρνητικές επιδόσεις στα νοητικά τεστ μπορεί να προβλέπουν επίσης τον αυξημένο κίνδυνο για μελλοντικό έμφραγμα. Από την άλλη, όπως είπε ο Σαμπαγιάν, ο κίνδυνος είναι στατιστικά μικρός.