Η συσχέτιση μεταξύ της ύπαρξης παραγόντων κινδύνου ή προϋπάρχουσας καρδιαγγεακής νόσου με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και θνητότητας σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 είναι δυστυχώς διαπιστωμένη ήδη από τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Εξάλλου, οι περισσότερες ιογενείς λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού δημιουργούν σοβαρότερες επιπλοκές σε ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα και επιδεινώνουν την υποκείμενη νοσολογική οντότητα.
Ειδικότερα στην περίπτωση λοίμωξης COVID-19 έχει παρατηρηθεί ένα ευρύ φάσμα καρδιακών επιπλοκών που εκτείνεται από την ασυμπτωματική αύξηση ειδικών μυοκαρδιακών ενζύμων όπως η τροπονίνη έως το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και την επιδείνωση ή ανάπτυξη νέας καρδιακής ανεπάρκειας. Οι πιθανοί άμεσοι και έμμεσοι μηχανισμοί μυοκαρδιακής βλάβης σε ασθενείς με COVID-19 περιλαμβάνουν βλάβες λόγω των χαμηλών επιπέδων οξυγόνου και της γενικευμένης φλεγμονής, θρομβώσεις μικρών αγγείων και αποσταθεροποίηση/ρήξη αθηρωματικών πλακών με απότοκο το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, μυοκαρδιοπάθεια προκαλούμενη από ακραία στρεσογόνα ερεθίσματα και λιγότερο συχνά φλεγμονή του μυοκαρδίου (μυοκαρδίτιδα).
Μέχρι πρότινος δεν ήταν πλήρως διευκρινισμένο το ποσοστό ασθενών που αναπτύσσουν καρδιακή ανεπάρκεια ως επιπλοκή της λοίμωξης COVID-19. Τα περιστατικά επιβεβαιωμένης μυοκαρδίτιδας είναι σχετικά σπάνια στο γενικό πληθυσμό ασθενών με λοίμωξη COVID-19 όπως έχουν καταδείξει πρόσφατες μελέτες.
Τα ευρήματα προήλθαν από μια αναδρομική μελέτης στα πλαίσια της οποίας αναλύθηκαν δεδομένα από περισσότερους από 6000 νοσηλευόμενους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 στο μεγαλύτερο δίκτυο νοσοκομείων στην περιοχή της Νέας Υόρκης.
Το πιο ενθαρρυντικό εύρημα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι μεταξύ νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 χωρίς προηγούμενο ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας, το ποσοστό που ανέπτυξε νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια ως επιπλοκή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας ήταν 0.6%. Από τους ασθενείς αυτούς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια ένας στους πέντε δεν είχαν άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και ήταν νεότεροι συγκριτικά με τους υπόλοιπους νοσηλευόμενους ασθενείς. Οι ασθενείς αυτοί είχαν υψηλότερο κίνδυνο εισαγωγής σε μονάδα εντατικής θεραπείας και διασωλήνωσης.
Ειδικά οι νεότεροι ασθενείς χωρίς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου παρουσίασαν ακόμη υψηλότερο κίνδυνο διασωλήνωσης αλλά χαμηλότερη θνητότητα πιθανώς λόγω του νεαρού της ηλικίας τους και της απουσίας άλλων παραγόντων κινδύνου. Συμπερασματικά, η καρδιακή ανεπάρκεια ως επιπλοκή της λοίμωξης COVID-19 δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ασθενείς χωρίς προηγούμενη διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας αλλά όταν συμβαίνει συνδέεται με σοβαρές ενδονοσοκομειακές επιπλοκές.
Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα, καταδεικνύεται η επιτακτική ανάγκη πρόληψης της νόσου ειδικά σε ασθενείς με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, η οποία έχει ως κύριους άξονες τη λήψη ατομικών μέτρων προστασίας και τον εμβολιασμό. Τέλος, αναδεικνύεται η αξία των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων ασθενών και η συλλογή δεδομένων σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, καθώς με την χρήση σύγχρονων αναλυτικών τεχνικών και μοντέλων μηχανικής μάθησης μπορούμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που θα βελτιώσουν την υγεία των ασθενών αλλά και την απόδοση των συστημάτων υγείας.
COVID-19 και καρδιακές αρρυθμίες
Η εμφάνιση δυνητικά επικίνδυνων αρρυθμιών σε ασθενείς με οξεία λοίμωξη COVID-19 είναι πλέον κάτι αρκετά σύνηθες στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη. Αναδρομικές μελέτες από την Κίνα και τις ΗΠΑ κατέδειξαν υψηλό ποσοστό κοιλιακών και κολπικών αρρυθμιών σε ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη από Covid-19 που νοσηλεύονταν σε μονάδες εντατικής θεραπείας σε σχέση με ασθενείς που δεν χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Σύμφωνα με μία μετανάλυση που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό “JACC: Clinical Electrophysiology” (10.1016/j.jacep.2020.08.002), η πλήρης κατανόηση της επίπτωσης της λοίμωξης COVID-19 στο ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδίας και η άμεση αντιμετώπιση αυτής, αποτελούν επιτακτική ανάγκη.
Πιο συγκεκριμένα, έχουν περιγραφεί υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, κολπική μαρμαρυγή, κολπικός πτερυγισμός, πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός, καρδιακή ανακοπή, πολύμορφη και μονόμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία. Οι πιο πιθανοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί αρρυθμιογένεσης ανάμεσα σε ασθενείς με COVID-19 είναι: 1) η υποξία που προκαλείται άμεσα από τον ιό σε ιστούς όπως οι πνεύμονες και το μυοκάρδιο 2) η παθολογική ανοσολογική απόκριση του ξενιστή στον ιό αυτό 3) η μυοκαρδιακή ισχαιμία και η μυοκαρδιακή τάση (Stress) από την πνευμονική υπέρταση 4) οι διαταραχές των ηλεκτρολυτών και του ισοζυγίου των υγρών 5) οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την φαρμακευτική αγωγή.
Επομένως, καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των αρρυθμιών αυτών παίζει η επίγνωση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των φαρμάκων που λαμβάνει ο ασθενής, η τακτική παρακολούθηση του διαστήματος QTc μέσω ΗΚΓ επιφανείας καθ’ όλη τη διάρκεια που λαμβάνει την αγωγή αυτή, καθώς και μέριμνα σε ασθενείς με κληρονομικά αρρυθμιολογικά σύνδρομα και αυξημένο κίνδυνο για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Επιπλέον, υψίστης σημασίας στην θεραπευτική αυτή προσέγγιση είναι η αποσαφήνιση του «πότε και αν» θα χρειαστεί η ανάγκη ηλεκτροφυσιολογικής επέμβασης, καθώς και η χρήση τηλε-ιατρικής με γνώμονα την ελαχιστοποίηση της έκθεσης των ασθενών αυτών στις επεμβατικές τεχνικές.
Συμπερασματικά, φαίνεται πως η λοίμωξη του COVID-19 θα συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στα θέματα της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας στο εγγύς μέλλον, και επομένως, είναι πλέον σημαντική η εξιχνίαση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που εμπλέκονται στην πρόκληση αρρυθμιών από τον COVID-19 και βάσει αυτών, η υλοποίηση μιας έγκυρης και στοχευμένης θεραπευτικής στρατηγικής.