Οι Βρετανοί εκείνοι που έχουν πληγεί από τις μειώσεις των μισθών και τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων μετά την χρηματοπιστωτική κρίση έχουν περιορίσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κι έχουν στραφεί προς τα παχυντικά, επεξεργασμένα τρόφιμα με μεγάλη περιεκτικότητα ζάχαρης, όπως αποκαλύπτει σήμερα μελέτη του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Σπουδών, ενός ιδρύματος οικονομικών ερευνών.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, στη Βρετανία, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν πολύ περισσότερο σε σχέση με τις περισσότερες άλλες αναπτυγμένες οικονομίες κατά το διάστημα 2005-2012, ενώ οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν περιορισμένες και το ποσοστό της ανεργίας αυξημένο.
Το αποτέλεσμα είναι οι Βρετανοί να δαπανούν 8,5% λιγότερα χρήματα σε τρόφιμα που αγοράζουν για το σπίτι, σε σύγκριση με την προ ύφεσης εποχή, με την τάση αυτή να εμφανίζεται πιο έντονα σε συνταξιούχους και οικογένειες με μικρά παιδιά.
Τα συμπεράσματα της έρευνας συνιστούν ευαίσθητο θέμα αυτή την εποχή δεδομένου ότι η συντηρητική κυβέρνηση της χώρας δέχεται πιέσεις από τους αντιπολιτευόμενους Εργατικούς για την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και την αυξανόμενη ζήτηση σε τράπεζες τροφίμων που διανέμουν τρόφιμα στους φτωχότερους Βρετανούς.
Οι πολίτες κάνουν οικονομία αγοράζοντας λιγότερα τρόφιμα, αλλά και χειρότερης ποιότητας επιλέγοντας λιγότερο θρεπτικά τρόφιμα με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και κορεσμένα λίπη.
Ενώ η οικονομία έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια ανάπτυξης ύστερα από το μεγαλύτερο πλήγμα που υπέστη η οικονομική ανάπτυξη (κατά την ύφεση του 2008-2009) από τότε που ξεκίνησαν να φυλάσσονται αρχεία, το εισόδημα των νοικοκυριών δεν είναι υψηλότερο σε σχέση με μία δεκαετία πριν.
Ωστόσο, το Ινστιτούτο αναφέρει ότι η διατροφή χειρότερης ποιότητας δεν είναι αναπόφευκτη συνέπεια του μειωμένου εισοδήματος και ότι ορισμένες οικογένειες έχουν κατορθώσει να διατρέφονται εξίσου υγιεινά με πριν από την κρίση ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα, πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Η μελέτη εξέτασε δεδομένα που αφορούν τις αγοραστικές συνήθειες περισσότερων από 15.000 νοικοκυριών–στοιχεία που συνέλεξε η εταιρεία έρευνας αγοράς Kantar Worldpanel στο διάστημα 2005-2012.
Τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τα γεύματα που καταναλώθηκαν εκτός σπιτιού–για παράδειγμα σε εστιατόρια ή σε σχολεία, τα οποία στη Βρετανία παρέχονται δωρεάν στους φτωχότερους μαθητές.
Η έρευνα δόθηκε στη δημοσιότητα μαζί με μία άλλη που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο για μεγαλύτερη χρονική περίοδο και έδειξε ότι οι Βρετανοί καταναλώνουν κατά 15% με 30% λιγότερες θερμίδες σε σχέση με το 1980 παρά τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας προφανώς εξαιτίας της λιγότερης σωματικής δραστηριότητας.
Το στοιχείο αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση που παρατηρείται στις ΗΠΑ, όπου η κατανάλωση θερμίδων έχει αυξηθεί ταυτόχρονα με την παχυσαρκία.