Σε μια θλιβερή διαπίστωση κατέληξαν αξιωματούχοι του ΟΗΕ. Η ανθεκτικότητα θανατηφόρων υπερμικροβίων σε ισχυρά αντιβιοτικά αυξάνεται και τα ίδια εξαπλώνονται ανά τον κόσμο. Κάτι που αποτελεί παγκόσμια απειλή.
Η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά μπορεί εν δυνάμει να εμφανισθεί στους πάντες, σε οποιαδήποτε ηλικία, σε οποιαδήποτε χώρα, αναφέρει σε έκθεσή του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) του ΟΗΕ. Αποτελεί πλέον μια μείζονα απειλή για τη δημόσια υγεία, «οι συνέπειες της οποίας θα είναι καταστροφικές».
«Ο κόσμος οδεύει προς μια εποχή μετά τα αντιβιοτικά, στην οποία κοινές λοιμώξεις και ήσσονος σημασίας τραύματα που επί δεκαετίες ήταν θεραπεύσιμα, μπορούν και πάλι να σκοτώνουν», λέει ο Κέιτζι Φουκούντα, ο βοηθός γενικός διευθυντής του ΠΟΥ αρμόδιος για την ασφάλεια της υγείας.
Στην πρώτη του παγκόσμια έκθεση για την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά, η οποία περιλαμβάνει δεδομένα από 114 χώρες, ο ΠΟΥ αναφέρει πως υπερμικρόβια ικανά να διαφεύγουν ακόμη και των ισχυρότερων αντιβιοτικών —μια κατηγορία φαρμάκων με την ονομασία καρμπαπενέμες (carbapenems)— εντοπίζονται τώρα σε όλες τις περιοχές του κόσμου.
Η ανθεκτικότητα στα φάρμακα οφείλεται στην κατάχρηση των αντιβιοτικών, η οποία ενθαρρύνει τα βακτήρια να αναπτύσσουν νέους τρόπους για να τα εξουδετερώνουν.
Πολύ λίγα νέα αντιβιοτικά έχουν αναπτυχθεί και βγει στην αγορά τις λίγες τελευταίες δεκαετίες, και η δημιουργία και άλλων έχει μετατραπεί πλέον σε κούρσα με το χρόνο, καθώς οι βακτηριακές λοιμώξεις εξελίσσονται ολοένα και περισσότερο σε «υπερμικρόβια» ανθεκτικά ακόμη και στα πιο ισχυρά φάρμακα ύστατης καταφυγής που χορηγούνται σε ακραίες περιπτώσεις.
Ένα από τα γνωστότερα υπερμικρόβια, το MRSA, υπολογίζεται πως στοιχίζει μόνον αυτό κάθε χρόνο τη ζωή σε περίπου 19.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ —σκοτώνει δηλαδή πολύ περισσότερους απ’ ό,τι ο ιός HIV και το AIDS—, καθώς και σε ανάλογο αριθμό ανθρώπων στην Ευρώπη.
Ο ΠΟΥ ανακοίνωσε πως σε ορισμένες χώρες, εξαιτίας της ανθεκτικότητας, οι καρμπαπενέμες δεν λειτουργούν πλέον σε περισσότερους από τους μισούς ανθρώπους που προσβάλλονται από κοινές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις οι οποίες προκαλούνται από ένα βακτήριο που αποκαλείται K. pneumoniae, όπως πνευμονία, λοιμώξεις του αίματος και λοιμώξεις σε νεογέννητα μωρά και ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η ανθεκτικότητα σε ένα από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά για τη θεραπεία των λοιμώξεων το ουροποιητικού συστήματος που προκαλούνται από το E. coli —φάρμακα που αποκαλούνται φθοριοκινολόνες— είναι επίσης πολύ διαδεδομένη, προσθέτει ο παγκόσμιος οργανισμός.
Στη δεκαετία του 1980, όταν είχαν εμφανισθεί τα φάρμακα αυτά, η ανθεκτικότητα ήταν σχεδόν μηδενική, σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ. Όμως τώρα υπάρχουν χώρες σε πολλά μέρη του κόσμου όπου τα εν λόγω φάρμακα είναι αναποτελεσματικά σε περισσότερους από τους μισούς ασθενείς.
«Αν δεν αναλάβουμε σημαντική δράση για να βελτιώσουμε τις προσπάθειες να αποτρέπουμε λοιμώξεις και αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, συνταγογραφούμε και χρησιμοποιούμε τα αντιβιοτικά, ο κόσμος θα χάνει ολοένα και περισσότερα απ’ αυτά τα παγκόσμια αγαθά δημόσιας υγείας και οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές», τονίζει ο Φουκούντα σε δήλωσή του.
Η Λόρα Πίντοκ, καθηγήτρια μικροβιολογίας στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, δήλωσε πως ο κόσμος πρέπει να οργανώσει μια απάντηση όπως έκανε κατά την κρίση του AIDS στη δεκαετία του 1980.
Η Τζένιφερ Κον των Γιατρών Χωρίς Σύνορα συμφώνησε με την εκτίμηση του ΠΟΥ και επιβεβαίωσε ότι το πρόβλημα έχει επεκταθεί σε πολλές περιοχές του κόσμου.