Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Αμάντα Σάκερ του Τμήματος Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο παιδιατρικό περιοδικό «Archives of Disease in Childhood», μελέτησαν περίπου 34.000 άτομα, γεννημένα είτε το 1958 είτε το 1970 και συσχέτισαν το κοινωνικό στάτους αυτών των ανθρώπων σε ηλικία 33 ή 34 ετών, με εκείνο των γονέων τους.
Η μελέτη έδειξε ότι όσοι είχαν θηλάσει, ήταν πιθανότερο ως ενήλικοι να έχουν αναρριχηθεί ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα σε σχέση με τους γονείς τους. Ως βασικό κριτήριο για αυτή την άνοδο, θεωρήθηκε ένα επάγγελμα με μεγαλύτερη κοινωνική αίγλη και υψηλότερα εισοδήματα. Σύμφωνα με τη στατιστική ανάλυση, ο θηλασμός αυξάνει την πιθανότητα κοινωνικής ανόδου κατά 24%, ενώ παράλληλα μειώνει την πιθανότητα κοινωνικής καθόδου κατά 20%.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι ο θηλασμός βελτιώνει τη νευρολογική ανάπτυξη των παιδιών, αυξάνοντας έτσι τις νοητικές ικανότητές τους, οι οποίες, με τη σειρά τους, τους δίνουν περισσότερες ευκαιρίες διάκρισης στην κοινωνία. Επιπλέον, τα παιδιά που έχουν θηλάσει, εμφανίζουν λιγότερα σημάδια συναισθηματικού στρες, κάτι που επίσης βοηθά στην κοινωνική ανέλιξή τους, όταν μεγαλώσουν.
Προηγούμενες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένες θρεπτικές ουσίες (όπως τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα) στο μητρικό γάλα βοηθούν στην εγκεφαλική – νοητική ανάπτυξη του νεογέννητου. Αλλά και η στενή επαφή μητέρας – παιδιού χάρη στο θηλασμό επίσης συνδέεται με μειωμένο στρες για το παιδί.
«Ίσως ο συνδυασμός της φυσικής επαφής και των κατάλληλων θρεπτικών ουσιών που χρειάζονται για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, συμβάλλουν στις καλύτερες νευρογνωσιακές επιδόσεις των ενηλίκων που είχαν θηλάσει», όπως ανέφεραν οι βρετανοί ερευνητές. Επισήμαναν ακόμα πως τα κοινωνικά και ψυχολογικά οφέλη του θηλασμού μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερα για τα πιο ευάλωτα παιδιά, που γεννήθηκαν πρόωρα ή είχαν χαμηλό βάρος κατά τη γέννησή τους.