Οι εθελοντές που κοιμήθηκαν μιάμιση ώρα μετά το μεσημέρι (από τις 2 μ.μ. έως τις 3.30 μ.μ. κατά μέσο όρο), είχαν καλύτερες επιδόσεις στα νοητικά τεστ που ακολούθησαν (στις 6 μ.μ.), σε σχέση με όσους δεν είχαν πάρει έναν υπνάκο. Μέχρι τώρα είχαν γίνει διάφορες μελέτες σχετικές με την “επιστήμη του ύπνου”, αλλά δεν υπήρχε οριστικό συμπέρασμα για τα οφέλη που έχει ο εμβόλιμος υπνάκος.
Η νέα έρευνα, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης, έγινε από επιστήμονες του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Μπέρκλεϊ, υπό τον καθηγητή ψυχολογίας Μάθιου Γουόκερ, σύμφωνα με το BBC. Τα πειράματα, με τη συμμετοχή 39 υγιών ενηλίκων, έδειξαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι σε όσους κοιμούνται ενδιάμεσα μέσα στην μέρα, το μυαλό τους λειτουργεί καλύτερα. Από την άλλη, όσο πιο πολλή ώρα μένει κανείς ξύπνιος, τόσο πιο αργά δουλεύει ο νους του.
Η μελέτη ενισχύει την πεποίθηση των επιστημόνων ότι ο εγκέφαλος χρειάζεται τον ύπνο για να επεξεργαστεί τις βραχυπρόθεσμες μνήμες, δημιουργώντας «χώρο» για την εκμάθηση νέων γεγονότων και δεδομένων. Η επεξεργασία αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, συμβαίνει στη φάση ανάμεσα στο βαθύ ύπνο και στον ύπνο με όνειρα, κατά την οποία οι μνήμες των γεγονότων της μέρας μεταφέρονται από την «προσωρινή αποθήκευσή τους» στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου, σε μια άλλη περιοχή, τον προ-μετωπιαίο φλοιό, ο οποίος ίσως έχει περισσότερο «αποθηκευτικό χώρο».
Άλλοι ειδικοί εξέφρασαν την επιφύλαξή τους κατά πόσον η βελτίωση της μνήμης οφείλεται όντως στον υπνάκο τον ίδιο ή στο ότι απλώς ο άνθρωπος ξεκουράζεται. Πάντως ο Γουόκερ και οι συνεργάτες του σχεδιάζουν να μελετήσουν, σε επόμενο στάδιο, αν η μείωση του ύπνου στους ηλικιωμένους σχετίζεται με τη διαγνωσμένη μείωση της ικανότητας μάθησης κατά την τρίτη ηλικία, μια σχέση που, αν επιβεβαιωθεί, μπορεί να οδηγήσει επίσης σε καλύτερη κατανόηση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων όπως το Αλτσχάιμερ.
Πηγή: ygeianews.gr