Ο κίνδυνος της μικροβιακής αντοχής

70CBFDBEB8CE66FB3B1F0DFA199AB92B.jpg

  Mικροβιακή αντοχή είναι η ικανότητα των βακτηρίων να αντιστέκονται σε ένα αντιβιοτικό, στο οποίο κάποτε ήταν ευάλωτα. Από τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε έγιναν ευρέως διαθέσιμα, τα αντιβιοτικά έχουν συμβάλει θετικά στην ιατρική φροντίδα και έχουν συνεισφέρει σημαντικά στη μείωση της ασθένειας και του θανάτου που προκαλείται από βακτηριακές νόσους. Ωστόσο, η εμφάνιση μικροβιακής αντοχής βακτηρίων στα αντιβιοτικά έχει γίνει πολύ κοινή, δυσχεραίνοντας συχνά το χειρισμό των βακτηριακών νοσημάτων.

Τι προκαλεί τη μικροβιακή αντοχή;

Η μικροβιακή αντοχή είναι ένα φυσιολογικό βιολογικό φαινόμενο. Τα βακτήρια αναπτύσσουν αντίσταση στα αντιβιοτικά μέσω μια διαδικασίας που ονομάζεται «φυσική επιλογή». Όταν τα βακτήρια εκτίθενται σε κάποιο αντιβιοτικό, οι πιο ευπαθείς οργανισμοί θα υποκύψουν, αφήνοντας πίσω τους οργανισμούς που είναι πιο δυνατοί, οι οποίοι θα μπορέσουν να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Αυτοί οι οργανισμοί στη συνέχεια μεταφέρουν τα ανθεκτικά γονίδιά τους σε άλλα βακτήρια.

Ποιοι παράγοντες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής;

Ο σημαντικότερος παράγοντας που προκαλεί την αύξηση της μικροβιακής αντοχής είναι η κακή χρήση των αντιβιοτικών και συγκεκριμένα:

– Η λήψη αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση ιώσεων για τις οποίες δεν είναι απαραίτητη.

– Η μη συμμόρφωση στις οδηγίες λήψης αντιβιοτικών (διάρκεια και δοσολογία χορήγησης).

Επιπλέον, στην ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής συμβάλλει και η χρήση αντιβιοτικών στην αγροτική καλλιέργεια, καθώς και η αύξηση των μετακινήσεων παγκοσμίως, που διευκολύνει την εξάπλωση των ανθεκτικών λοιμώξεων από χώρα σε χώρα, καθώς οι ταξιδιώτες που φτάνουν σε μια χώρα μπορούν να «εισάγουν» μεταδοτικά νοσήματα.

Πώς ανακαλύφθηκε η μικροβιακή αντοχή;

Λίγα χρόνια από τότε που ανακαλύφθηκε η πενικιλίνη οι επιστήμονες αντιλήφθηκαν την εμφάνιση ενός στελέχους του σταφυλόκοκκου (staphylococcus auerus) που ήταν ανθεκτικό στην πενικιλίνη. Τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησε η εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών άλλων βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένων της γονόρροιας, της σαλμονέλας, της σιγκέλα και του στρεπτόκοκκου της πνευμονίας.

Η μικροβιακή αντοχή έχει σοβαρές επιπτώσεις;

Η μικροβιακή αντοχή αποτελεί πλέον σημαντικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις παγκοσμίως. Η θεραπεία ασθενών που έχουν προσβληθεί από ανθεκτικούς οργανισμούς απαιτεί συχνά μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας και τη χρήση εναλλακτικών, πιο ακριβών αντιβιοτικών.

Παγκοσμίως ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός βακτηριακών στελεχών αναπτύσσει αντοχή στα αντιβιοτικά. Οι ανθεκτικοί στα αντιβιοτικά πνευμονιόκοκκοι, για παράδειγμα, περιπλέκουν τη φροντίδα του ασθενή, προκαλούν αποτυχία της θεραπείας και αυξάνουν το κόστος των συστημάτων υγείας.

Η αυξανόμενη αντοχή των στρεπτόκοκκου της πνευμονίας (streptococcus pneumoniae) στα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά υπογραμμίζει την ανάγκη για εμβολιασμό, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της πνευμονιοκοκκικής νόσου.

Μπορούμε να ελέγξουμε τη μικροβιακή αντοχή;

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει ότι τα εμβόλια αποτελούν το μεγαλύτερο όπλο για την καταπολέμηση της αντοχής στα αντιβιοτικά, καθώς μειώνουν τον αριθμό των μολυσμένων ασθενών και έτσι ελαχιστοποιούν τη δυνατότητα μετάδοσης και μόλυνσης και την ανάγκη για θεραπεία. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να μειωθεί η χρήση αντιβιοτικών, που με τη σειρά της μπορεί να μειώσει τη φυσική επιλογή και διάδοση των ανθεκτικών στελεχών των μικροβίων.

Μάλιστα, δεδομένα από τα κέντρα παρακολούθησης του Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων των ΗΠΑ (CDC) δείχνουν ότι μετά από την εισαγωγή του 7δύναμου εμβολίου του πνευμονιόκοκκου (PCV) η εμφάνιση της ανθεκτικής στα αντιβιοτικά διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου μειώθηκε κατά 98% για τους ορότυπους που καλύπτει το εμβόλιο, αλλά και κατά 81% για το σύνολο των ορότυπων σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών.

Επιπλέον, η εμφάνιση της νόσου μειώθηκε κατά 49% και σε ενήλικες μεγαλύτερους των 65 ετών, δηλαδή σε μια ομάδα ανθρώπων που είναι ευπαθείς στη νόσο και δεν εμβολιάζονται. Αυτά τα στοιχεία έχουν σημαντικές κλινικές προεκτάσεις, καθώς η μείωση της ανθεκτικής νόσου μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερες επιπλοκές και θεραπευτικές αποτυχίες, που οφείλονται στη μικροβιακή αντοχή.

Μπορεί η χρήση του εμβολίου να συμβάλει σε αύξηση της ανθεκτικής στα αντιβιοτικά διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου;

Αν και έχει παρατηρηθεί μια αύξηση στη νόσο που προκαλείται από ορότυπους που δεν καλύπτονται από το εμβόλιο, και κυρίως από το ανθεκτικό ορότυπο 19Α, η αύξηση αυτή επισκιάζεται από την πολύ μεγαλύτερη μείωση στην εμφάνιση της διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου γενικότερα.

Συγκεκριμένα, δεδομένα από το Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων των ΗΠΑ και το πρόγραμμα παρακολούθησης ενεργών βακτηρίων δείχνουν ότι μόνο το 2005 αποφευχθήκαν, μέσω του εμβολιασμού, περισσότερες από 24.000 περιπτώσεις διεισδυτικής πνευμονιοκκικής νόσου. Αν και η αυξημένη εμφάνιση κάποιων ανθεκτικών ορότυπων πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι η κατάχρηση των αντιβιοτικών έχει εδώ και καιρό αναγνωριστεί ως η κύρια αιτία εμφάνισης μικροβιακής αντοχής.

Τι προφυλάξεις μπορούμε να λαμβάνουμε εναντίον της διάδοσης των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά λοιμώξεων;

Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων των ΗΠΑ, υπάρχουν αρκετά μέτρα προφύλαξης που μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο της μικροβιακής αντοχής, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

1. Να μην λαμβάνουμε αντιβιοτικά για απλές ιώσεις όπως είναι:

– Το κρύωμα και η γρίπη.
– Ο βήχας, στις περισσότερες περιπτώσεις, και η βρογχίτιδα.
– Ο πόνος στο λαιμό (εκτός από αυτόν που προκαλείται από τον στρεπτόκοκκο της φαρυγγίτιδας).
– Υγρά μέσου ωτός.
– Ρινική συμφόρηση.

2. Να λαμβάνουμε τα αντιβιοτικά σωστά, ακολουθώντας ακριβώς τις οδηγίες του γιατρού, όπως:

– Να ολοκληρώνουμε την αγωγή (να μην παραλείπουμε δόσεις).
– Να πετάμε την ποσότητα φαρμάκου που έχει περισσέψει μετά την ολοκλήρωση της αγωγής.
– Να μην παίρνουμε αντιβιοτικά που έχουν συνταγογραφηθεί σε κάποιον άλλο. Το αντιβιοτικό που είναι κατάλληλο για κάποιον άλλο ασθενή μπορεί να μην είναι κατάλληλο για εμάς και, αν λάβουμε λάθος φάρμακο, μπορεί να καθυστερήσουμε τη θεραπεία και να επιτρέψουμε στα βακτήρια να πολλαπλασιαστούν.

Πηγή: belife.gr

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *