Η τακτική αναμονής στον καρκίνο του προστάτη είναι σε βάθος δεκαετίας σχεδόν εξίσου αποτελεσματική με τη θεραπεία μέσω χειρουργικής αφαίρεσης ή ακτινοβολιών.
Βρετανοί επιστήμονες δεν βρήκαν κάποια διαφορά στην επιβίωση σε βάθος δεκαετίας ανάμεσα στους άνδρες που έκαναν επιθετική θεραπεία για καρκίνο του προστάτη αρχικού σταδίου (μέσω χειρουργικής επέμβασης ή ακτινοβολιών) και σε όσους απλώς επιτηρούσαν τον όγκο τους, ακολουθώντας την τακτική του «βλέποντας και κάνοντας».
Σε όλες τις περιπτώσεις, το ποσοστό θανάτων από τον καρκίνο ήταν μόνο 1% δέκα χρόνια μετά την αρχική διάγνωση και η επιβίωσή τους έφθασε το 99%. Όμως η νόσος εμφάνισε συχνότερες μεταστάσεις σε όσους είχαν ακολουθήσει την αναμονή και την ενεργητική επιτήρηση του όγκου, πράγμα που σημαίνει ότι η θνησιμότητά τους μπορεί να αυξηθεί μετά τη δεκαετία.
Η νέα επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή Φρέντι Χάμντι του Πανεπιστημιου της Οξφόρδης, που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «The New England Journal of Medicine», σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και το BBC, παρακολούθησε 1.643 ασθενείς ηλικίας 50 έως 69 ετών, που είχαν καρκίνο του προστάτη σε αρχικό στάδιο.
Η διάγνωση είχε γίνει αρχικά λόγω αυξημένου δείκτη PSA στις εξετάσεις αίματος και επιβεβαιώθηκε μέσω βιοψίας. Όλοι οι όγκοι ήσαν τοπικοί και δεν είχαν εξαπλωθεί σε άλλα σημεία του σώματος. Στους περισσότερους ασθενείς ο καρκίνος θεωρήθηκε μη επιθετικός.
Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες: το ένα τρίτο έκαναν ακτινοβολίες, το ένα τρίτο χειρουργική επέμβαση και το ένα τρίτο αρκέστηκαν σε αναμονή (ενεργή επιτήρηση του όγκου). Μετά από δέκα χρόνια τα ποσοστά θνησιμότητας δεν διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες.
Όμως o καρκίνος εμφάνισε περισσότερες μεταστάσεις στην ομάδα που είχε κάνει απλώς επιτήρηση. Οι όγκοι εξαπλώθηκαν σε μακρινά σημεία του σώματος σε 33 από τους 545 ασθενείς αυτής της ομάδας, έναντι 16 από τους 545 που είχαν κάνει ακτινοβολίες και 13 από τους 553 που είχαν χειρουργηθεί.
Επίσης, συχνότερη ήταν η εξάπλωση του καρκίνου σε γειτονικούς ιστούς, κάτι που συνέβη σε 112 ασθενείς της τρίτης ομάδας της αναμονής, έναντι 46 σε κάθε μία από τις άλλες δύο ομάδες. Καθώς ο χρόνος περνούσε, όλο και περισσότεροι ασθενείς της ομάδας του «βλέποντας και κάνοντας» -τελικά περίπου οι μισοί μέσα στη δεκαετία- κατέφυγαν σε θεραπεία.
Όμως όπως είπε ο δρ Χάμντι, δεν χρειάζονταν θεραπεία όλοι όσοι επέλεξαν να σταματήσουν την τακτική της αναμονής, καθώς το 80% από αυτούς δεν είχαν σημάδια εξάπλωσης της νόσου. Στην πραγματικότητα ήταν το άγχος των ασθενών ή των γιατρών τους, που τους οδηγούσε τελικά να προχωρήσουν σε κάποια θεραπεία.
Η παρακολούθηση των ασθενών συνεχίζεται, για να διαπιστωθεί αν μετά τη δεκαετία θα αυξηθεί το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ όσων έχουν επιμείνει στην ενεργητική επιτήρηση. Πάντως, με βάση τα έως τώρα ευρήματα, οι Βρετανοί γιατροί εμφανίσθηκαν καθησυχαστικοί ότι η τακτική αναμονής είναι μια εξίσου λογική επιλογή με την ακτινοθεραπεία και τη χειρουργική επέμβαση.
Η επιτήρηση του καρκίνου του προστάτη περιλαμβάνει συχνές επισκέψεις στον γιατρό για φυσική εξέταση του οργάνου, περιοδικές βιοψίες, καθώς και τεστ αίματος για PSA ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, καθ’ όλη πλέον τη διάρκεια ζωής του ασθενούς.
Η αφαίρεση του προστάτη έχει πιθανές παρενέργειες, όπως η ακράτεια ούρων και η στυτική δυσλειτουργία. Η θεραπεία με ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικά προβλήματα, αλλά όχι ακράτεια ούρων, ενώ και η επίπτωση στη σεξουαλική λειτουργία είναι μικρότερη.
Παγκοσμίως υπάρχουν περίπου 1,1 εκατομμύριο περιστατικά καρκίνου του προστάτη και οι ετήσιοι θάνατοι είναι πάνω από 300.000. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι 66 ετών, ενώ η νόσος σπάνια εμφανίζεται σε άνδρες κάτω των 40 ετών.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν καρκίνο του προστάτη, δεν πεθαίνουν τελικά από αυτόν, αλλά από άλλη αιτία, καθώς συνήθως η νόσος εξελίσσεται πολύ αργά – αν και όχι πάντα. Δυστυχώς είναι δύσκολο για τους γιατρούς να προβλέψουν σε ποιές περιπτώσεις ο καρκίνος θα είναι πολύ επιθετικός, πράγμα που δημιουργεί μεγάλα διλήμματα στους ίδιους και στους ασθενείς τους.
Η τακτική της αναμονής ισχύει μόνο για όσους διαγιγνώσκονται σε αρχικό στάδιο, ενώ για το προχωρημένο στάδιο η επιθετική θεραπεία είναι αναγκαία εξ αρχής.