Οι επιστήμονες του Βιοατρικού Ερευνητικού Ινστιτούτου του Ιατρικού Κέντρου του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια πειραματίστηκαν με 19 υγιείς ενήλικες, οι οποίοι, λόγω δουλειάς, κοιμούνταν λίγο.
Οι εθελοντές, με μέση ηλικία 29 ετών, επί τουλάχιστον πέντε χρόνια κοιμόντουσαν τα βράδια περίπου έξι ώρες, όμως τις Παρασκευές και τα Σάββατα κατάφερναν να κοιμηθούν δυόμιση ώρες παραπάνω.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους εθελοντές να κοιμηθούν στο εργαστήριο για τρεις νύχτες, μερικοί από αυτούς επί δέκα ώρες χωρίς διακοπή, ενώ άλλοι με διακοπές που επέβαλαν οι επιστήμονες και, τέλος, οι υπόλοιποι κοιμούνταν τις συνήθεις έξι ώρες, όπως και στην καθημερινή ζωή τους. Μάλιστα όλοι έτρωγαν το ίδιο φαγητό, ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση στο σάκχαρο και στην ινσουλίνη τους.
Την τέταρτη μέρα, οι επιστήμονες πήραν δείγματα αίματος από τους εθελοντές και υπολόγισαν την ευαισθησία του καθενός στην ινσουλίνη, την ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο στον οργανισμό.
Όπως διαπιστώθηκε, οι άνδρες που κοιμόντουσαν δέκα ώρες, είχαν κατά μέσο όρο 31% αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη σε σχέση με όσους κοιμόντουσαν μόνο έξι ώρες.
«Τα καλά νέα είναι ότι αν κανείς για μια μεγάλη περίοδο δεν κοιμάται αρκετά, αλλά κατά διαστήματα αυξάνει τις ώρες που κοιμάται, μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία του στην ινσουλίνη» και έτσι να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη» δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας.