O διατροφικός περιορισμός μπορεί να μειώσει σημαντικά τις επιπτώσεις του γενετικού κινδύνου της παχυσαρκίας

Ζήσης Ψάλλας

Νέα έρευνα από το University of Exeter, το Exeter Clinical Research Facility και το University of Bristol -που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Epidemiology- διαπίστωσε ότι όσοι έχουν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο παχυσαρκίας μπορούν να μειώσουν τις επιπτώσεις της πείνας και της ανεξέλεγκτης τροφής έως και κατά 50% μέσω διαιτητικού περιορισμού.

Η διδάκτορας Ψυχολογίας, Shahina Begum, από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ είναι επικεφαλής συγγραφέας και είπε: «Σε μια εποχή που τα τρόφιμα με πολλές θερμίδες διατίθενται επιθετικά στην αγορά, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να κατανοήσουμε πώς τα γονίδια επηρεάζουν τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Γνωρίζουμε ήδη ότι αυτά τα γονίδια επηρεάζουν χαρακτηριστικά και συμπεριφορές όπως η πείνα και το συναισθηματικό φαγητό, αλλά αυτό που κάνει τη μελέτη μας διαφορετική είναι ότι δοκιμάσαμε την επίδραση δύο τύπων διατροφικών περιορισμών -άκαμπτων και ευέλικτων- στην επίδραση αυτών των συμπεριφορών. Ανακαλύψαμε για πρώτη φορά ότι η αύξηση και των δύο τύπων περιορισμού θερμίδων θα μπορούσε δυνητικά να βελτιώσει τον ΔΜΣ σε άτομα που διατρέχουν γενετικό κίνδυνο, που σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις με βάση τον περιορισμό θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για τη στόχευση του προβλήματος».

Τα γονίδια που συνδέονται με την παχυσαρκία αυξάνουν τον ΔΜΣ, ενώ έως και το ένα τέταρτο αυτής της αύξησης εξηγείται από την πείνα και την ανεξέλεγκτη διατροφή (συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής διατροφή). Υπάρχουν πάνω από 900 γονίδια που έχουν μέχρι στιγμής αναγνωριστεί από ερευνητές ότι σχετίζονται με το ΔΜΣ και αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι αυτά τα γονίδια κινδύνου επηρεάζουν τα αισθήματα πείνας και την απώλεια ελέγχου απέναντι στα τρόφιμα.

Αυτή η μελέτη εξέτασε 3.780 ενήλικες ηλικίας μεταξύ 22 και 92 ετών από δύο πληθυσμούς του Ηνωμένου Βασιλείου: τη μελέτη Genetics of Appetite και την Avon Longitudinal Study of Parents and Children. Το βάρος και το ύψος των συμμετεχόντων μετρήθηκαν και παρείχαν δείγμα DNA μέσω του αίματός τους για να υπολογίσουν τη συνολική βαθμολογία για τον γενετικό κίνδυνο παχυσαρκίας. Στη συνέχεια συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για τη μέτρηση 13 διαφορετικών διατροφικών συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένης της άρσης αναστολών (τάση για άμετρη ή συναισθηματική κατανάλωση φαγητού) και της υπερκατανάλωσης τροφής λόγω πείνας.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι διατροφικών περιορισμών, συμπεριλαμβανομένων των ευέλικτων στρατηγικών -όπως η επίγνωση του τι τρώτε και η σκόπιμη λήψη μικρών μερίδων- έως άκαμπτες στρατηγικές, όπως η μέτρηση θερμίδων. Η μελέτη εξέτασε την επίδραση και των δύο τύπων περιορισμού για πρώτη φορά και διαπίστωσε ότι και οι δύο θα μπορούν να βελτιώσουν το ΔΜΣ σε άτομα γενετικά σε κίνδυνο.

 

Διαβάστε ακόμη...