Οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Μόντρεαλ και του Νοσοκομειακού Ερευνητικού Κέντρου Σεν-Ζυστίν μελέτησαν επί έξι χρόνια ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.649 οικογενειών του Κεμπέκ και ταξινόμησαν τα παιδιά τους, ηλικίας 1,5 έως 4 ετών, σε κατηγορίες, ανάλογα με το ποιος τα φρόντιζε: η ίδια οικογένεια, ο βρεφονηπιακός σταθμός, μια νταντά, οι γιαγιάδες και παππούδες κλπ.
Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες τα μικρά παιδιά που πήγαιναν σε βρεφονηπιακούς σταθμούς σε τακτική βάση, είχαν πιθανότητα μεγαλύτερη κατά περίπου 50% να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα στην ηλικία των 4 έως 10 ετών, σε σχέση με όσα είχαν μείνει στο σπίτι με τους γονείς τους ή με άλλους συγγενείς.
Οι μηχανισμοί που ευθύνονται για την αυξημένη αναλογία παιδιών με βάρος παραπάνω από το φυσιολογικό μεταξύ εκείνων που πάνε στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, παραμένουν άγνωστοι. Η ποιότητα της διατροφής των παιδιών και ο βαθμός που ασκούνται στους σταθμούς, αποτελούν τις κυριότερες πιθανές αιτίες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι γονείς θα πρέπει να προσπαθούν, τα παιδιά τους, είτε βρίσκονται στο σπίτι, είτε στον σταθμό, να τρώνε σωστά και να ασκούνται επαρκώς. Σύμφωνα με τους ερευνητές, από την πλευρά τους, οι σταθμοί πρέπει να φροντίσουν να παρέχουν πιο υγιεινή διατροφή και να δώσουν περισσότερη έμφαση στις σωματικές δραστηριότητες των παιδιών ηλικίας δύο έως πέντε ετών.
Αυξημένες είναι, επίσης, οι πιθανότητες για παχυσαρκία των μικρών παιδιών, όταν μένουν μεν στο σπίτι τους, αλλά τη φροντίδα τους έχει αναλάβει κάποιος άλλος (συγγενής, νταντά κ.α.) εκτός από τους γονείς.