Ερευνητές του Karolinska Institutet στη Σουηδία και του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία ανέπτυξαν μια απλούστερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο προληπτικού ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σε σύγκριση με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται σήμερα. Σύμφωνα με τη μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine, το συγκεκριμένο τεστ ανιχνεύει σημαντικά περισσότερους καρκίνους και προκαρκινικά στάδια.
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι απαραίτητος για την έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη. Οι περισσότερες χώρες διαθέτουν ένα πολύ εκτεταμένο πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου που ξεκινά με τον έλεγχο για διάφορες παραλλαγές του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) που προκαλεί τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Σε περίπτωση θετικού HPV τεστ, ακολουθεί η λεγόμενη κυτταρολογική ανάλυση, η εξέταση δειγμάτων γυναικολογικών κυττάρων με μικροσκόπιο, η οποία εξαρτάται από τoν ανθρώπινο παράγοντα.
Η νέα μοριακή εξέταση WID-qCIN, η οποία θα μπορούσε να αντικαταστήσει την κυτταρολογική ανάλυση, αναλύει αυτόματα τις επιγενετικές αλλαγές στα κύτταρα, δηλαδή τις αλλαγές που επηρεάζουν ποια γονίδια είναι ενεργά και ποια όχι. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζονται από παράγοντες όπως το περιβάλλον, ο τρόπος ζωής και η γήρανση και μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου και άλλων ασθενειών.
Απλότητα και αντικειμενική αξιολόγηση
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν περισσότερες από 28.000 γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών που υποβλήθηκαν σε προληπτικό έλεγχο στη Στοκχόλμη μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2017. Οι ερευνητές ανέλυσαν συνολικά 2.377 δείγματα θετικά στον HPV με το τεστ WID-qCIN σε συνδυασμό με ένα τεστ για δύο τύπους HPV υψηλού κινδύνου (HPV 16 και 18). Με αυτόν τον τρόπο, μπόρεσαν να ανιχνεύσουν το 100% όλων των διηθητικών καρκίνων του τραχήλου της μήτρας και το 93% όλων των σοβαρών προκαρκινικών αλλοιώσεων που εμφανίστηκαν εντός ενός έτους από τη δειγματοληψία.
Επιπλέον, το νέο τεστ, σε συνδυασμό με το τεστ HPV 16/18, ήταν σε θέση να προβλέψει το 69% όλων των καρκίνων και των προκαρκινικών αλλοιώσεων έως και έξι χρόνια μετά τη λήψη του δείγματος. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με μόλις 18% με τη σημερινή μέθοδο ελέγχου.
«Ενσωματώνοντας το τεστ WID-qCIN στα προγράμματα προληπτικού ελέγχου, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου, μειώνοντας παράλληλα την ανάγκη για επεμβατικές διαδικασίες», λέει ο Joakim Dillner, καθηγητής επιδημιολογίας λοιμωδών νοσημάτων στο Τμήμα Κλινικής Επιστήμης, Παρέμβασης και Τεχνολογίας του Karolinska Institutet και συν-συγγραφέας της μελέτης.
Όταν ανιχνεύονται κυτταρικές αλλαγές στο σημερινό πρόγραμμα ελέγχου, η γυναίκα υποβάλλεται σε κολπική εξέταση, τη λεγόμενη κολποσκόπηση, όπου ο γυναικολόγος εξετάζει τον τράχηλο της μήτρας με τη βοήθεια μικροσκοπίου και, εάν είναι απαραίτητο, λαμβάνει βιοψία.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν ότι η εφαρμογή του τεστ WID-qCIN θα μπορούσε να μειώσει τον αριθμό των εξετάσεων κολποσκόπησης κατά 40%.
«Αυτό θα σήμαινε σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με τις σημερινές μεθόδους προσυμπτωματικού ελέγχου, οι οποίες εισήχθησαν τη δεκαετία του 1960», αναφέρει ο τελευταίος συγγραφέας της μελέτης Martin Widschwendter, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Υγείας Γυναικών και Παιδιών του Karolinska Institutet.
«Με την απλότητα και την αντικειμενική αξιολόγησή του, το τεστ WID-qCIN μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα αυτών των προληπτικών προγραμμάτων και να υποστηρίξει την παγκόσμια στρατηγική για την εξάλειψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας» καταλήγει.