Ζήσης Ψάλλας
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Flinders ανακάλυψαν έναν νέο αντιφλεγμονώδη ρόλο για το ινωδογόνο, μια πρωτεΐνη που ισχυροποιεί τους θρόμβους του αίματος. Η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να υποστηρίξει στοχευμένες θεραπείες για τους νεφρούς, την καρδιά και άλλες κοινές ασθένειες.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Redox Biology και περιγράφει πώς το ινωδογόνο μπορεί να είναι προστατευτικό έναντι του υποχλωριώδους άλατος (hypochlorite) -ένα ανιόν που έχει χημικό τύπο ClO− και παράγεται από τον οργανισμό μας κατά τη διάρκεια της φλεγμονής. Το ινωδογόνο ενεργεί ως ένα είδος αντιοξειδωτικού στο πλάσμα του αίματος.
«Η ομάδα μας διαπίστωσε ότι το ινωδογόνο, το οποίο σχηματίζει εξαιρετικά μεγάλα συγκροτήματα όταν αντιδρά με το υποχλωριώδες άλας, δεν βλάπτει τα κύτταρα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η τροποποιημένη με υποχλωριώδες αλβουμίνη η οποία επιδεινώνει τα νεφρά, τις καρδιακές παθήσεις και πολλές άλλες σοβαρές καταστάσεις υγείας», είπε η επικεφαλής της έρευνας Δρ. Amy Wyatt, από το Flinders College of Medicine and Public Health.
«Ενώ το ινωδογόνο είναι λιγότερο άφθονο από την κύρια πρωτεΐνη του αίματος, την αλβουμίνη, είναι πιο ευαίσθητο στην αντίδραση με το υποχλωριώδες στο σώμα».
Η συσσώρευση αλβουμίνης τροποποιημένης με υποχλωριώδες μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε έναν ασθενή, ωστόσο το ινωδογόνο τροποποιημένο με υποχλωριώδες φαίνεται σχετικά αβλαβές.
Αυτή η ανακάλυψη θα μπορούσε να βοηθήσει στο σχεδιασμό θεραπειών που μπλοκάρουν τις κακές επιπτώσεις της τροποποιημένης με υποχλωριώδες αλβουμίνη.
«Όταν καταλάβουμε με ακρίβεια το πώς συμπεριφέρονται αυτά τα διακριτά διαφορετικά μόρια πρωτεΐνης, τότε χρησιμοποιώντας φάρμακα θα είναι δυνατόν να μπλοκάρουμε τις δραστηριότητες προαγωγής νόσων που επιβαρύνονται από την τροποποιημένη με το υποχλωριώδες αλβουμίνη», είπαν οι ερευνητές.
Οι επιστήμονες χαρτογράφησαν το πώς λειτουργούν φυσιολογικά τα πρωτεϊνικά μόρια και πώς λειτουργούν όταν καταστρέφονται από βιολογικές πιέσεις, όπως π.χ. από μια αντίδραση με το υποχλωριώδες. Επιπλέον, λένε ότι η έρευνα θα μπορούσε να αποκαλύψει νέους βιοδείκτες για τις φλεγμονώδεις ασθένειες.