Έντεκα νέα γονίδια που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση Αλτσχάιμερ εντόπισε η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα παγκόσμια γενετική έρευνα. Στην έρευνα συμμετείχαν επιστήμονες από 145 ερευνητικά ινστιτούτα, ανάμεσά τους και η Ελληνίδα καθηγήτρια του Τμήματος Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μάγδα Τσολάκη.
Ο συνολικός αριθμός των γνωστών γενετικών παραγόντων κινδύνου για το Αλτσχάιμερ ανέρχεται, πλέον, στους 121 και έτσι οι επιστήμονες έχουν μια πιο καθαρή εικόνα σχετικά με τις αιτίες της ολοένα εξαπλούμενης νευροεκφυλιστικής ασθένειας, για την οποία δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία.
Οι ερευνητές της διεθνούς ερευνητικής κοινοπραξίας I-GAP (International Genomics Alzheimer’s Project), με επικεφαλής τον Φιλίπ Αμουγιέλ του Ινστιτούτου Παστέρ του Παρισιού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», σύμφωνα με το BBC και την Guardian, ανέλυσαν δείγματα DNA από 17.000 ασθενείς και (για συγκριτικούς λόγους) από 37.000 υγιείς, συνολικά σε 15 χώρες, διαπιστώνοντας ότι το ανοσοποιητικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της πάθησης.
Μεταξύ άλλων, ένα από τα νέα γονίδια που ανακαλύφθηκαν ως παράγοντας κινδύνου για τo Αλτσχάιμερ, είναι ήδη γνωστό ότι εμπλέκεται στην απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης δύο άλλων νευροεκφυλιστικών παθήσεων, του Πάρκινσον και της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
«Είναι πραγματικά δύσκολο να θεραπεύσεις μια ασθένεια, όταν δεν καταλαβαίνεις τι την προκαλεί», δήλωσε ένας από τους επικεφαλής ερευνητές, η καθηγήτρια Τζούλι Γουίλιαμς του πανεπιστημίου του Κάρντιφ στην Ουαλία. «Διπλασιάσαμε όμως τώρα πλέον τον αριθμό των εμπλεκομένων γονιδίων και αυτό που προκύπτει, είναι ότι υπάρχει κάτι στην αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλεί τη νόσο Αλτσχάιμερ και αυτό ακριβώς πρέπει να μελετήσουμε εφεξής», πρόσθεσε.
Το Αλτσχάιμερ είναι η πιο συνηθισμένη μορφή εγκεφαλικής άνοιας, πλήττοντας περίπου έναν άνθρωπο στους 14 άνω των 65 ετών. Η πολύπλοκη νευρολογική πάθηση προκαλεί μη αναστρέψιμη καταστροφή των εγκεφαλικών κυττάρων, με συνέπεια την απώλεια μνήμης και τελικά την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του ασθενούς.
Βασικό στόχο των επιστημόνων εδώ και μερικά χρόνια αποτελεί η ανάπτυξη ενός τεστ, το οποίο έγκαιρα θα διαγιγνώσκει τον κίνδυνο κάποιου να πάθει Αλτσχάιμερ, ώστε η όποια θεραπεία να ξεκινά πιο νωρίς, προτού η εγκεφαλική βλάβη είναι προχωρημένη. Όσο περισσότερα εμπλεκόμενα γονίδια ανακαλύπτονται, τόσο αυτή η προοπτική γίνεται πιο ρεαλιστική.