Η θεραπεία με ιντερφερόνη-α2b επιταχύνει την εξαφάνιση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 από τον οργανισμό των ασθενών και μειώνει τους δείκτες φλεγμονής, όπως δείχνει για πρώτη φορά μία μικρή -μη τυχαιοποιημένη- κλινική δοκιμή, που πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς στη Γουχάν της Κίνας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ελεάνορ Φις του Τμήματος Ανοσολογίας του καναδικού Πανεπιστημίου του Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ανοσολογίας «Frontiers in Immunology», εξέτασαν την πορεία της Covid-19 σε 77 ασθενείς εισηγμένους στο νοσοκομείο, οι οποίοι είχαν μέτρια συμπτώματα και δεν χρειάστηκε να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και να διασωληνωθούν.
Στους ασθενείς χορηγήθηκε ιντερφερόνη-α2b, το ευρέος φάσματος αντι-ιικό φάρμακο arbidol (ARB) ή ένας συνδυασμός και των δύο. Η εξαφάνιση του κορωνοϊού από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα των ασθενών επιβεβαιώθηκε μετά από δύο διαδοχικά αρνητικά μοριακά τεστ (με βάση δείγματα από τον φάρυγγα), με απόσταση 24 ωρών μεταξύ τους.
Διαπιστώθηκε ότι η θεραπεία με τη συγκεκριμένη ιντερφερόνη, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με το ARB, επιτάχυνε την εξαφάνιση του ιού κατά περίπου επτά ημέρες, σε σχέση με τη θεραπεία με μόνο το ARB. Επίσης, μείωσε σημαντικά τα επίπεδα των βιοδεικτών φλεγμονής στο αίμα, συγκεκριμένα της ιντερλευκίνης (IL-6) και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP).
«Αντί να αναπτύσσουμε ένα εξειδικευμένο αντι-ιικό φάρμακο για κάθε νέο ξέσπασμα ιού, πιστεύω ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε τις ιντερφερόνες ως τα φάρμακα πρώτης ανταπόκρισης για τη θεραπεία. Οι ιντερφερόνες έχουν εγκριθεί για κλινική χρήση εδώ και πολλά χρόνια, συνεπώς η στρατηγική μας πρέπει να είναι να αναπροσανατολίσουμε αυτά τα φάρμακα για τις σοβαρές οξείες λοιμώξεις από ιούς», δήλωσε η δρ Φις, η οποία τόνισε ότι πρέπει να ακολουθήσει μία μεγαλύτερη, τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με πλασίμπο κλινική δοκιμή με ιντερφερόνη.
Τα θεραπευτικά οφέλη που έχουν οι ιντερφερόνες έναντι των κορωνοϊών είχαν φανεί, ήδη, από το ξέσπασμα της επιδημίας SARS το 2002-3.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fimmu.2020.01061/ful