Tελικά στην Ελλάδα καταναλώνουμε πολλά ή λίγα φάρμακα; Εκτός εξαιρέσεων, τα στοιχεία από τη βάση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), που διαθέτει δεδομένα για την κατανάλωση φαρμάκων από το 2000 και μετά για τις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, δείχνουν ότι στην Ελλάδα η κατανάλωση φαρμάκων είναι κοντά στον (ή κάτω από) τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Η υπερκατανάλωση φαρμάκων στη χώρα είναι μύθος που ενέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει και τη μη ορθολογική βάση στην οποία θα στηριχθούν τα επόμενα μέτρα της πολιτικής του φαρμάκου στη χώρα.
Την Τετάρτη 22 Ιουλίου, το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας (i-hecon) διοργάνωσε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου με θέμα Αλήθειες και ψέματα για την φαρμακευτική κατανάλωση στην Ελλάδα, όπου ο καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος και ο διευθυντής του i-hecon Κώστας Αθανασάκης παρουσίασαν τα στοιχεία μελέτης που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο στην Ελλάδα σχετικά την κατανάλωση φαρμάκων στη χώρα.
Ο δημόσιος διάλογος στη θέμα της κατανάλωσης φαρμάκων στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μάλλον αυθαίρετες εκτιμήσεις, συνεπεία της απουσίας μιας αξιόπιστης πηγής και, –κατά συνέπεια– από αυθαίρετα συμπεράσματα στο ζήτημα της κατανάλωσης.
Ο καθορισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σε 1,945 δισ. € και η καθιέρωση του clawback δεν έχει επηρεάσει το ύψος της συνολικής δαπάνης. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία οι πωλήσεις φαρμάκου από το 2009 έως και το 2018 παραμένουν σχεδόν σταθερές (σε τιμές 2018, 3,68 και 3,75 δισ. ευρώ για το 2009 και 2018 αντίστοιχα). Τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν μετακυλήσει τη δαπάνη στη βιομηχανία και τον καταναλωτή. Το clawback που πληρώνει η φαρμακευτική βιομηχανία έχει ξεπεράσει το δισ. €, ενώ η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη (1,8 δισ. €) έχει φθάσει να είναι το 50% της συνολικής δαπάνης σε σχέση με το 20% το 2009.
Ο κ. Αθανασάκης δεν αναφέρθηκε μόνο στη χρονίζουσα συζήτηση για το φάρμακο και τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής αγοράς στην Ελλάδα, αλλά και στα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν για τη διαχείριση του προβλήματος της φαρμακευτικής δαπάνης και διακρίνονται:
- – σε μέτρα «από πάνω προς τα κάτω», που αποσκοπούν στον καθορισμό της δαπάνης φαρμάκου στο μακρο-οικονομικό (συνολικό) επίπεδο (με χαρακτηριστικά παραδείγματα: τον καθορισμό του ύψους του προϋπολογισμού, clawbacks, ενισχύσεις του ύψους του budget κλπ.) και
- – σε μέτρα «από κάτω προς τα πάνω», τα οποία αποσκοπούν στην επιρροή στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις, το σύνολο των οποίων διαμορφώνει τη δαπάνη (μέτρα στο μικρο-επίπεδο), για παράδειγμα τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης.
Στην ανάλυσή του το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας, καταλήγει πως οι παραπάνω διαπιστώσεις δείχνουν ότι η πολιτική του φαρμάκου χρειάζεται μάλλον να στραφεί σε μέτρα των άλλων δύο συστατικών της φαρμακευτικής δαπάνης (τις τιμές και τη σύνθεση του «καλαθιού» των φαρμάκων) και όχι στον τον όγκο της κατανάλωσης προκειμένου να είναι επιτυχής.
Επιπλέον, η διαχείριση των μειζόνων προβλημάτων της αγοράς, θα απαιτήσει μέτρα δημοσιονομικού (από πάνω προς τα κάτω) αλλά και μεταρρυθμιστικού (από κάτω προς τα πάνω) χαρακτήρα.
Το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας κατέθεσε μια ολοκληρωμένη πρόταση για την επίλυση του ζητήματος του clawback βασισμένη στα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς του φαρμάκου στην Ελλάδα, αλλά και τις δημοσιονομικές απαιτήσεις, και η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν προτάσεις εμπειρογνωμόνων αλλά και τις απόψεις των εμπλεκομένων μερών.
Προτείνονται μέτρα άμεσου αποτελέσματος (όπως άμεση ανατιμολόγηση του συνόλου των φαρμάκων, εθελοντικές μειώσεις τιμών, μεταβολές στη διαδικασία «τύπου ΗΤΑ» όσον αφορά βιοομοειδή και γενόσημα, διαπραγματεύσεις στις 10 μείζονες θεραπευτικές κατηγορίες και συγκρότηση του θεσμού του «Αρχιάτρου του ΕΟΠΥΥ» για την έκδοση οδηγιών πολιτικής συνταγογράφησης) και μια σειρά από δομικά ή μακροπρόθεσμα μέτρα.
Ο καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος δήλωσε: «Πίσω από τους αριθμούς που απεικονίζουν την πολιτική του φαρμάκου στη χώρα μας υπάρχουν στρεβλώσεις, που χρειάζονται αποκωδικοποίηση. Η κατανάλωση φαρμάκων σε όγκο δεν είναι υψηλή. Στη δυσκολία αποκρυπτογράφησης αυτού του φαινομένου καραδοκεί το clawback που επιτείνει τις στρεβλώσεις. Συνεπώς, η εξυγίανση της φαρμακευτικής αγοράς αρχίζει από την επίλυση αυτού του προβλήματος».