Νέα μελέτη, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Καρδιολογίας, δείχνει πως οι άνδρες μέσης ηλικίας, που κοιμούνται 5 ώρες ή λιγότερο ανά ημέρα, έχουν σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης σοβαρού καρδιαγγειακού επεισοδίου μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, συγκριτικά με εκείνους που κοιμούνται 7-8 ώρες.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 798 άνδρες, ηλικίας 50 ετών, τους οποίους παρακολούθησαν για 21 χρόνια. Οι εθελοντές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αναφορικά με το ιατρικό ιστορικό, τη μέση διάρκεια ύπνου, τη σωματική δραστηριότητα και τις συνήθειες καπνίσματος και χωρίστηκαν σε 4 ομάδες ανάλογα με τις ώρες που δήλωσαν ότι κοιμούνται κάθε βράδυ, στην έναρξη της μελέτης: 5 ή λιγότερες ώρες, 6 ώρες, 7-8 ώρες και πάνω από 8 ώρες.
Συνολικά, μετά από 21 χρόνια παρακολούθησης, η συχνότητα εμφάνισης υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκίας, χαμηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας, καπνίσματος και κακής ποιότητας ύπνου φάνηκε να είναι υψηλότερη στους άνδρες που είχαν δηλώσει ότι κοιμούνται 5 ή λιγότερες ώρες ανά ημέρα, συγκριτικά με εκείνους που κοιμούνταν 7-8 ώρες. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες που κοιμούνταν 5 ή λιγότερες ώρες φάνηκαν να έχουν διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης σοβαρού καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Όπως αναφέρει η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, τα παραπάνω ευρήματα δείχνουν ότι ο ανεπαρκής ύπνος στην ηλικία των 50 ετών είναι εξίσου επιβαρυντικός για την υγεία όσο το κάπνισμα και ο σακχαρώδης διαβήτης. Σε κάθε περίπτωση, τονίζει πως ο σχεδιασμός της μελέτης δεν αποδεικνύει σχέση αιτίας και αποτελέσματος αν και φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι ο ύπνος αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη διατήρηση της υγείας.