Μια θρεπτική δίαιτα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη, ανεξαρτήτως των γονιδίων

Ζήσης Ψάλλας

Μια νέα μελέτη δείχνει ότι μια διατροφή χαμηλής ποιότητας συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο, ανεξάρτητα από τον γενετικό κίνδυνο ενός ατόμου για διαβήτη ενώ μια διατροφή υψηλής ποιότητα συνδέεται με με χαμηλότερο κίνδυνο.

«Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο τα γονίδια όσο και η διατροφή σχετίζονται με τον κίνδυνο διαβήτη», είπε ο Jordi Merino, επιστημονικός συνεργάτης στη μονάδα διαβήτη και στο κέντρο γονιδιωματικής ιατρικής του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Μια ενδιαφέρουσα και αναπάντητη ερώτηση ήταν αν υπάρχει συνεργική επίδραση μεταξύ του γενετικού κινδύνου και της διατροφής».

Για να προσδιορίσουν εάν ο γενετικός κίνδυνος και η ποιότητα της διατροφής επηρεάζουν την ανάπτυξη του διαβήτη, ερευνητές στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη αξιολόγησαν δεδομένα από περισσότερους από 35.000 άνδρες και γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν διαθέσιμα γενετικά δεδομένα όσων ήταν απαλλαγμένα από διάγνωση διαβήτη, καρδιαγγειακής νόσου ή καρκίνου στην αρχή της συλλογής δεδομένων.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι όλοι ωφελούνται από μια υγιεινή διατροφή, ανεξάρτητα από τη γενετική τους ευαισθησία», εξήγησε ο Merino.

Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι, ανεξαρτήτως γενετικού κινδύνου, μια δίαιτα χαμηλής ποιότητας συσχετίστηκε με 30% αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2. Οι ερευνητές τεκμηρίωσαν «μια διαβάθμιση κινδύνου με αυξανόμενο γενετικό κίνδυνο και χαμηλή ποιότητα διατροφής, κάτι που υποδηλώνει ότι τα άτομα με αυξημένο γενετικό κίνδυνο για διαβήτη μπορεί να χρειαστεί να ενσωματώσουν άλλα συστατικά του τρόπου ζωής εκτός από μια υγιεινή διατροφή για να μετριάσουν τον κληρονομικό κίνδυνο», πρόσθεσε ο Merino.

Τελικά, πρότεινε ότι αυτά τα αποτελέσματα «είναι απαραίτητα για την κατανόηση του γιατί οι άνθρωποι αναπτύσσουν διαβήτη και υποστηρίζουν στρατηγικές πρόληψης βασισμένες σε στοιχεία για τον διαβήτη τύπου 2».

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτό που θεωρήθηκε υψηλής ποιότητας ευθυγραμμίστηκε με τις διατροφικές πρακτικές που βρέθηκαν στον Δείκτη Εναλλακτικής Υγιεινής Διατροφής. Αυτή η βαθμολογία βασίζεται σε 11 τρόφιμα και θρεπτικά συστατικά, δίνοντας έμφαση στην υψηλότερη πρόσληψη φρούτων, δημητριακών ολικής αλέσεως, λαχανικών (εξαιρουμένων των πατατών), ξηρών καρπών και οσπρίων, πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας που βρίσκονται σε τρόφιμα όπως τα ψάρια και τα καρύδια.

Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο PLOS Medicine.

 

Διαβάστε ακόμη...