Ζήσης Ψάλλας
Καναδική μελέτη βρήκε ότι παρά τη συχνή ανεπάρκεια σιδήρου, το 40% των εγκύων γυναικών δεν έλεγξαν ποτέ τα επίπεδα σιδήρου τους.
Οι απαιτήσεις σε σίδηρο στην εγκυμοσύνη είναι υψηλές για να υποστηρίξουν το αναπτυσσόμενο έμβρυο, τον αναπτυσσόμενο πλακούντα και την αυξημένη παροχή αίματος που απαιτείται για τη διατήρηση της εγκυμοσύνης.
Αυτή η ζήτηση για σίδηρο αυξάνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η έλλειψη σιδήρου είναι η πιο κοινή αιτία αναιμίας (χαμηλός αριθμός αιμοσφαιρίνης ή ερυθρών αιμοσφαιρίων) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η οποία έχει συνδεθεί με πτωχότερα αποτελέσματα τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό, συμπεριλαμβανομένου του υψηλότερου κινδύνου πρόωρου τοκετού, χαμηλού βάρους γέννησης, κατάθλιψης μετά τον τοκετό, ακόμη και μητρικό θάνατο. Η αναιμία νωρίς στην εγκυμοσύνη έχει επίσης συσχετιστεί με νευροαναπτυξιακές καθυστερήσεις στους απογόνους, ακόμη και όταν το παιδί πλησιάζει τη σχολική ηλικία και μετά, γεγονός που υποδηλώνει δυνητικά μακροχρόνιες επιπτώσεις. Ακόμη, τα χαμηλά επίπεδα σιδήρου από μόνα τους μπορούν να προκαλέσουν κόπωση, αδυναμία και ομίχλη εγκεφάλου, εξήγησε η Teichman.
Η μελέτη περιελάμβανε 44.552 έγκυες γυναίκες που έκαναν προγεννητικούς ελέγχους στο Οντάριο του Καναδά, μεταξύ 2013 και 2018 για να καθορίσουν πόσο συχνά προσφέρθηκε το τεστ φερριτίνης.
Συνολικά, περίπου το 60% των ασθενών έκαναν τεστ φερριτίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το 40% δεν έκανε. Η έλλειψη σιδήρου γίνεται συχνότερη καθώς οι γυναίκες προχωρούν στην εγκυμοσύνη.
Με βάση τα ευρήματα, η Teichman παροτρύνει τις έγκυες γυναίκες -και εκείνες που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες- να ρωτούν για τα επίπεδα σιδήρου τους πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Αλλά οι τυπικές προγεννητικές βιταμίνες από μόνες τους δεν μπορούν να θεραπεύσουν την έλλειψη σιδήρου. Οι προγεννητικές βιταμίνες περιέχουν μόνο ένα ράντισμα σιδήρου και πολλές συνδυάζουν σίδηρο με ασβέστιο, το οποίο μπορεί να εμποδίσει την απορρόφηση του σιδήρου. Ο τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι ο εντοπισμός της ανεπάρκειας σιδήρου από νωρίς και στη συνέχεια η συμπλήρωση των γυναικών με θεραπευτικές δόσεις σιδήρου.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Blood Advances.